Γιατί το παιδί μου δεν με ακούει; Τι μπορώ να κάνω;

Γιατί το παιδί μου δεν με ακούει; Τι μπορώ να κάνω;

Η έλλειψη συνέπειας είναι ο βασικός λόγος που μερικές φορές οι κανόνες δεν έχουν αποτέλεσμα. Ένα μικρό παιδί, για παράδειγμα, δεν είναι μικρογραφία ενήλικου. Έχει την ανάγκη να ελέγχει, να δείχνει επιθετικότητα, να είναι παράλογο και να λέει «Όχι» στις εξαιρετικά λογικές απαιτήσεις των γονιών του. Δε σημαίνει ότι είναι «κακό», αλλά ότι περνάει μια σημαντική φάση της ανάπτυξης του, αφού μαθαίνει μέχρι πού μπορεί να φτάσει. Και είναι ευθύνη των γονέων να το διδάξουν. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι σταθεροί και να μην υποχωρούν κάτω από την πίεση των διαμαρτυριών, της οργής ή των δακρύων του. Η τάση του παιδιού να ξεπεράσει τα όρια συχνά αντανακλά την ανάγκη του να μάθει ότι ο κόσμος του είναι ασφαλής και ότι δε θα καταρρεύσει, ούτε θα διαλυθεί, αν τον προκαλέσει λίγο. 

Συνέπεια μεταξύ ενηλίκων

Η συνέπεια ανάμεσα στους γονείς και άλλους ενήλικους που νοιάζονται για το παιδί επηρεάζει σε τεράστιο βαθμό τη συμπεριφορά του, για τον προφανή λόγο ότι το παιδί μπορεί ευκολότερα να ακολουθήσει ένα μήνυμα παρά πολλά αντικρουόμενα. Ειδικά, η διαφωνία ανάμεσα στους γονείς μπορεί να κλονίσει την αίσθηση ασφάλειας του παιδιού και να του προξενήσει αβεβαιότητα σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά που περιμένουν οι άλλοι από αυτό. Αυτό ισχύει για οποιαδήποτε ηλικία, αλλά ιδιαίτερα όταν το παιδί αρχίζει να συναναστρέφεται άλλα παιδιά εκτός σπιτιού και κυρίως όταν ξεκινά το σχολείο. Από το χρονικό εκείνο σημείο εκσφενδονίζονται προς το μέρος του διαφορετικά μηνύματα για τη σωστή συμπεριφορά από κάθε κατεύθυνση, και δε θα μπορεί να αντεπεξέλθει, αν δεν είναι βέβαιο για τις προσδοκίες της ίδιας του της οικογένειας. Είναι, επίσης, πολύ σημαντικό να έχουν οι δύο γονείς την ίδια πολιτική απονομής τιμωριών, ώστε να μη δημιουργείται στο παιδί η εντύπωση ότι ο ένας γονέας είναι σκληρός και άκαρδος και ο άλλος του δείχνει περισσότερη αγάπη. Η πειθαρχική πολιτική πρέπει να κοινή για τους δύο γονείς, ώστε να αποφεύγονται και τυχόν διαφωνίες ή παρεξηγήσεις μεταξύ και των ίδιων των γονιών. 

Αναθεώρηση κανόνων

Οι κανόνες θα πρέπει να αναπροσαρμόζονται, καθώς το παιδί θα μεγαλώνει και οι ανάγκες του και οι απαιτήσεις των ενηλίκων θα αλλάζουν. Πολλοί κανόνες που αφορούν νήπια, για παράδειγμα, είναι εντελώς ακατάλληλοι για ένα εξάχρονο παιδί. Αν οι κανόνες εκσυγχρονίζονται, προκειμένου να παραμένουν σωστοί και να ανταποκρίνονται στην ηλικία και την περίπτωση του παιδιού, θα είναι πιο εύκολο να εφαρμοστούν. Έτσι, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, ίσως ο καλύτερος τρόπος για να μείνουν οι κανόνες σταθεροί είναι να τους επιτρέπουμε να εξελίσσονται και να αλλάζουν. Αυτό που σίγουρα παραμένει σταθερό είναι οι αρχές από τις οποίες πηγάζουν αυτοί οι κανόνες, και γι’ αυτό βοηθάει ουσιαστικά να κατανοεί το παιδί αυτές τις αρχές. Μια τέτοια εξέλιξη αποτελεί ένδειξη δύναμης, όχι αδυναμίας, επειδή οι κανόνες που δεν ταιριάζουν στις περιστάσεις αγνοούνται πολύ εύκολα. Η κατανόηση των ορίων και της ανάγκης να προσαρμόζονται, έτσι ώστε να ταιριάζουν σε κάθε παιδί, προσφέρει επίσης τη δυνατότητα στους γονείς να διαπραγματευτούν σε μερικές από τις συνηθισμένες διαμάχες μεταξύ αδερφών.

Εξαιρέσεις στους κανόνες  

Η σταθερότητα στους κανόνες που θέτονται για το παιδί δεν σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί ποτέ να τους παραβεί. Οι περισσότεροι καλοί κανόνες έχουν και καλές εξαιρέσεις. Στα παιδιά είναι δύσκολο να καταλάβουν προτεραιότητες και επείγουσες καταστάσεις, και είναι δουλειά των γονέων να τα βοηθήσουν. Αν εξηγηθεί στο παιδί γιατί και πώς μπορεί να γίνει μια εξαίρεση, ο γενικός κανόνας θα συνεχίσει να ισχύει.

Μια ενδιαφέρουσα πρόταση είναι η θέσπιση του «επίσημου συστήματος κανόνων», το οποίο θα έχουν συμφωνήσει οι γονείς από κοινού με τα παιδιά και θα το έχουν αναρτήσει σε εμφανές σημείο μέσα στο σπίτι. «Εφαρμόστε σε αυτόν τον πίνακα 3 ζώνες συμπεριφοράς: την πράσινη όπου τα παιδιά έχουν ελευθερία κινήσεων, την κίτρινη όπου τα παιδιά θα πρέπει να συζητούν με τους γονείς προκειμένου να τους επιτραπούν οι δραστηριότητες αυτής της κατηγορίας και την κόκκινη όπου οι κανόνες αυτής της κατηγορίας δεν διαπραγματεύονται».

 Έχει φανεί, εξάλλου, ότι δεν ωφελεί να περιορίζονται τα παιδιά για το καθετί και πίσω από κάθε πράξη τους να βρίσκεται μία πληθώρα κανόνων. Γι’ αυτό, χρειάζεται ιεράρχηση σχετικά με τα θέματα για τα οποία οι γονείς θέλουν να διεκδικήσουν μία συγκεκριμένη συμπεριφορά από τα παιδιά και για τα λιγότερο σημαντικά θέματα μπορούν να είναι περισσότερο ανεκτικοί.

Συνέπεια λόγων και πράξεων 

Το παιδί μαθαίνει από αυτό που κάνουμε και όχι από αυτό που του λέμε. Το προσωπικό παράδειγμα των γονέων αποτελεί «μοντέλο» προς μίμηση για το παιδί. Τα παιδιά κατανοούν πιο εύκολα το τι είμαστε και πώς λειτουργούμε παρά το τι λέμε. Για παράδειγμα, τι κάνουμε εμείς οι γονείς όταν είμαστε θυμωμένοι, αγχωμένοι, απογοητευμένοι, όταν δε γίνεται το δικό μας κλπ. Κανένας δεν είναι τέλειος, αλλά τον τιμά περισσότερο το να το αναγνωρίζει και να παραδέχεται τα λάθη του, γιατί έτσι γίνεται καλύτερος. 

Σαφή μηνύματα 

Όσο πιο σαφές είναι το μήνυμα, τόσο πιο εύκολα και γρήγορα θα ανταποκριθεί το παιδί. Όταν ένας γονέας είναι σαφής και ακριβής, προσέχοντας ταυτόχρονα η γλώσσα του σώματος του να ταιριάζει με το μήνυμα, δεν αφήνει περιθώρια για αντιπαραθέσεις και αρνητικές αντιδράσεις. Τα παιδιά μπορεί να δίνουν σημασία στη λεπτομέρεια σε εκνευριστικό βαθμό. Αν δίνονται απλά, θετικά μηνύματα και όχι αρνητικά, συχνά μειώνεται η πιθανότητα αντιφάσεων και το παιδί επικεντρώνεται στην προσπάθεια εκτέλεσης των οδηγιών. Για παράδειγμα, αν ο γονέας πει στο παιδί «Πιο σιγά», στέλνεται ένα σαφές μήνυμα, ενώ αν ειπωθεί «Μη φωνάζεις», μπορεί η απάντηση να είναι «Δεν φωνάζω, τραγουδάω».

Συνέπεια λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας 

Εξαιρετικά σημαντική προϋπόθεση για την αποτελεσματική εφαρμογή των ορίων είναι η συνέπεια μεταξύ λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας. Έχει φανεί ότι όταν ένας γονέας πραγματικά εννοεί αυτό που λέει, το παιδί κατά πάσα πιθανότητα θα πάρει το μήνυμα. Αντίθετα, αν δεν το εννοεί πραγματικά, το παιδί θα το αντιληφθεί από την έκφραση και τη γλώσσα του σώματος του και είτε θα τον αγνοήσει είτε θα αρχίσει να τον προκαλεί, μέχρι να καταλάβει ότι το εννοεί. 

Χρόνος για σκέψη

Στους ενήλικους δεν αρέσει καθόλου η γελοιοποίηση ή ο εξευτελισμός, αλλά ούτε στα παιδιά. Αν θέλουμε να αποφευχθούν οι αντιπαραθέσεις, οι έντονες αντιδράσεις και η επιζήμια ταπείνωση, δεν θα πρέπει να ντροπιάζουμε ή να ταπεινώνουμε το παιδί μπροστά σε άλλους, αν δεν είναι απολύτως απαραίτητο. Ο χρόνος για σκέψη βοηθά προς αυτήν την κατεύθυνση και τις δύο πλευρές, και τον γονέα και το παιδί. Αν δοθεί στο παιδί το δικαίωμα της επιλογής ή μια οδηγία, πρέπει επίσης να του δοθεί λίγος χρόνος να συμμορφωθεί ή να σκεφτεί το θέμα προσεχτικά. Μερικά παιδιά αντιδρούν καλύτερα όταν ο γονιός αποτραβηχτεί, δίνοντας τους την ευκαιρία να απαλλαγούν από την αίσθηση της πρόσωπο με πρόσωπο αντιπαράθεσης. Άλλα θέλουν να μείνει εκεί που βρίσκεται ο γονιός, σαν ένδειξη ότι τα περιμένει να συμμορφωθούν χωρίς περαιτέρω φασαρίες. Πολλά εξαρτώνται από την ιδιοσυγκρασία του παιδιού και τις συγκεκριμένες συνθήκες.

Το «Σχέδιο των 6 βημάτων προς τη συνεργασία» αποτελεί μια προσέγγιση που μπορεί να αποδειχτεί χρήσιμη, όταν το παιδί δεν ακούει αυτό που του λέει ο γονέας ή όταν ο γονέας βιάζεται και θέλει να συνεργαστεί γρήγορα μαζί του.

Τα έξι βήματα πρέπει να τα κάνουν οι γονείς, όχι το παιδί, και είναι:

1.  Ο γονιός πρέπει να σταματάει ό,τι κάνει και να κοιτάζει το παιδί. Με αυτό τον τρόπο εξουδετερώνεται αμέσως η διάθεση να βάλει τις φωνές σε ένα παιδί που είναι ήδη αναστατωμένο.

2. Περιμένετε μέχρι να σταματήσει το παιδί αυτό που κάνει και να σας κοιτάξει. Κυριολεκτικά περιμένετε  -τίποτε άλλο. Αυτά τα πρώτα βήματα δείχνουν σεβασμό, κι έτσι όταν φτάσετε στο τρίτο βήμα υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να σας ακούσει το παιδί, επειδή δεν το κατσαδιάζετε, ούτε αισθάνεται ότι ορμάτε πάνω του. Τα βήματα είναι ηρεμιστικά. Σας επιτρέπουν να συγκεντρώνεστε και να κάνετε σαφείς και ήρεμες ερωτήσεις, χωρίς να φωνάζετε ή να γκρινιάζετε.

3. Πείτε στο παιδί τι θέλετε να κάνει: ήρεμα, απλά και μόνο μια φορά. Οι γονείς δυσκολεύονται να το πιστέψουν, όμως το παιδί ή ο έφηβος τις περισσότερες φορές κάνει αυτό που του λένε. Οι γονείς συνήθως παραλείπουν τα βήματα 1 και 2 και αρχίζουν από το βήμα 3, με μειωμένες πιθανότητες να πετύχουν αυτό που θέλουν.

4. Αν τα βήματα 1 έως 3 δεν πετύχουν -και αυτό συμβαίνει με μια μειοψηφία παιδιών-, ζητήστε από το παιδί να σας πει με δικά του λόγια τι του ζητήσατε να κάνει. Για κάποιο λόγο, λέγοντας τι πρέπει να γίνει, φαίνεται να το διευκολύνει συναισθηματικά να το κάνει. Είναι σαν να αισθάνεται την ηθική υποχρέωση να το κάνει, μόλις τα λόγια βγουν από το δικό του στόμα. Συχνά, όμως, το παιδί δεν επαναλαμβάνει αυτό που πρέπει να κάνει, παρά σηκώνεται απλώς και το κάνει.

Τα βήματα 5 και 6 αφορούν την πολύ μικρή αντίσταση που ίσως εξακολουθεί να προβάλλει το παιδί.

 5. Σταθείτε και περιμένετε μέχρι να κάνει το παιδί αυτό που θέλετε να κάνει. Οι περισσότεροι γονείς νιώθουμε υπερβολικά απασχολημένοι για να μπούμε σε αυτή τη διαδικασία. Ωστόσο, αν το κάνουμε, το παιδί θα ξέρει ότι σοβαρολογούμε και ότι δεν το μαλώνουμε, ούτε του γκρινιάζουμε μόνο, αλλά είμαστε ήρεμοι και λογικοί.

6. Να προσέχετε και να επιδοκιμάζετε οτιδήποτε κάνει το παιδί προς τη σωστή κατεύθυνση.

Θέμα: Γιατί το παιδί μου δεν με ακούει; Τι μπορώ να κάνω;

Δεν βρέθηκαν σχόλια.

Νέο σχόλιο