Η πραγματικότητα των παιδιών για το διαζύγιο

Η πραγματικότητα των παιδιών για το διαζύγιο

Το διαζύγιο συμβολίζει το αίσθημα της απώλειας για τους περισσότερους ανθρώπους που εμπλέκονται σε αυτό. Ωστόσο, οι ενήλικες τις περισσότερες φορές καταλήγουν στο διαζύγιο έχοντας συναίσθηση της ικανότητας τους να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες αυτής της απόφασης, έχοντας βιώσει και στο παρελθόν απώλειες και δυσκολίες, ενώ έχουν και προοπτικές ανάκαμψης ύστερα από μια τέτοια διαδικασία. Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, και για τα παιδιά.

Αντίθετα, για τα περισσότερα από αυτά το διαζύγιο αποτελεί την πρώτη μεγάλη κρίση στη ζωή τους, διαταράσσει την καθημερινότητα τους, ενώ είναι πιθανό να υπονομεύσει τη σχέση τους και με τους δύο γονείς ή να μειώσει την επαφή τους με έναν τουλάχιστον από τους δύο. Η έκταση μιας τέτοιας αλλαγής διαφέρει από οικογένεια σε οικογένεια. Σχεδόν, όμως, πάντα, τα περισσότερα παιδιά οφείλουν να προσαρμόσουν την καθημερινότητα τους ζώντας πρακτικά σε δύο σπίτια, ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που οι γονείς είναι πρόθυμοι να μετακινούνται συχνά, ώστε να διευκολύνουν μια τέτοια μεταβατική περίοδο στη ζωή των παιδιών τους. Επιπλέον, τα περισσότερα παιδιά επιθυμούν πάντα να βλέπουν και τους δυο γονείς τους μαζί. Τα παιδιά ποτέ δεν είναι αρκετά μεγάλα ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν πλήρως την έννοια του διαζυγίου. Ωστόσο, κάθε παιδί έχει την ανάγκη να γνωρίζει πως, ακόμη κι αν έχουν αλλάξει πολλά στη ζωή του, ένα τουλάχιστον παραμένει σταθερό και αμετακίνητο, το γεγονός πως η μαμά και ο μπαμπάς βρίσκονται πάντα εκεί, οπουδήποτε μπορεί να είναι αυτό το «εκεί». Μόλις τα παιδιά αισθανθούν ασφαλή ως προς αυτό, μπορούν και πάλι να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στην καθημερινή τους ζωή, στο παιχνίδι, τις δραστηριότητες τους, τους φίλους τους, με άλλα λόγια, τη γνωστή τους ρουτίνα.

Ευτυχώς και παρά το διαζύγιο, οι στοργικοί και συναισθηματικά διορατικοί γονείς μπορούν να χαρίσουν στα παιδιά τους τη δυνατότητα να ζήσουν την παιδική τους ηλικία. Τα παιδιά διαζευγμένων γονέων μπορούν να προσαρμοστούν γρήγορα και εύκολα στο νέο τρόπο ζωής, όπως συμβαίνει άλλωστε τις περισσότερες φορές, αν οι γονείς τους αντιληφθούν πραγματικά τις δυνατότητες τους και δράσουν με ειλικρίνεια υπέρ των συμφερόντων των παιδιών τους. Τα ευπροσάρμοστα παιδιά ανακάμπτουν από τις δυσκολίες του διαζυγίου συνεχίζοντας την πρόοδο τους στο σχολείο, διατηρώντας τους φίλους τους και γενικότερα κάνοντας ό,τι συνηθίζουν να κάνουν και οι υπόλοιποι συνομήλικοι τους. Το διαζύγιο, ωστόσο, παραμένει μια δύσκολη υπόθεση ακόμη και για αυτά τα παιδιά, έστω κι αν μερικοί γονείς δεν αναγνωρίζουν την αναταραχή που είναι πιθανό να βιώνει ένα παιδί το οποίο φαινομενικά μοιάζει να προσαρμόζεται εύκολα στις αλλαγές. Ωστόσο, αν οι γονείς λειτουργήσουν ως γονείς, τα παιδιά χωρισμένων γονιών τελικά καταφέρνουν να βρουν τον εαυτό τους.

Η προσαρμογή των παιδιών στο διαζύγιο 

Ένα καίριο ερώτημα που απασχολεί γονείς και ειδικούς αφορά το ποιες είναι οι επιπτώσεις του διαζυγίου στα παιδιά. Πολλοί ερευνητές άρχισαν να μελετούν την ερώτηση, μαθαίνοντας πολλά για τα παιδιά και το διαζύγιο. Ένα πράγμα που διαπίστωσαν είναι ότι πρέπει να κάνουμε διάκριση μεταξύ των αρχικών ή βραχυπρόθεσμων αντιδράσεων των παιδιών στη διάλυση του γάμου και της μακροπρόθεσμης (άνω των δύο ετών) προσαρμογής τους. Οι μακροπρόθεσμες αντιδράσεις των παιδιών ποικίλλουν, ανάλογα με το πώς ανταποκρίνονται οι γονείς στο παιδί κατά τη διάρκεια του χωρισμού και μετά.

Συγκεκριμένα, οι σημαντικότεροι παράγοντες που διαμορφώνουν την προσαρμογή μακροπρόθεσμα είναι: 

το πόσο συχνά εκτίθενται τα παιδιά στη γονική διαμάχη και

η ποιότητα της διαπαιδαγώγησης και της ανατροφής που λαμβάνουν.

Εκτός από τους δύο αυτούς παράγοντες, έχουν αναφερθεί και ο χρόνος που έχει παρέλθει από το διαζύγιο, το κοινωνικό - οικονομικό επίπεδο της οικογένειας, το μορφωτικό επίπεδο των γονέων, η ηλικία και το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού κατά την περίοδο του διαζυγίου, το φύλο του παιδιού, η ποιότητα σχέσης των γονέων πριν και μετά το διαζύγιο, η ποιότητα σχέσης του παιδιού με τον πατέρα και τη μητέρα, ο βαθμός που τα παιδιά θα αισθανθούν εγκλωβισμένα ανάμεσα στους γονείς τους και η αντιστροφή ρόλων των παιδιών σε σχέση με τους γονείς. 

Είναι φανερό ότι οι παράμετροι που σχετίζονται με την προσαρμογή των παιδιών στο διαζύγιο ποικίλλουν και ότι η διερεύνηση της σύνθετης αλληλεπίδρασής των παραμέτρων αυτών προσδιορίζει τους επιβαρυντικούς και προστατευτικούς παράγοντες, που επιδρούν στην προσαρμογή των παιδιών. Δηλαδή, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες επιπτώσεις που μπορούν να θεωρηθούν αναπόφευκτο αποτέλεσμα του χωρισμού των γονέων στα παιδιά. Κάθε χωρισμός δεν συνεπάγεται απαραίτητα αρνητικές ψυχολογικές επιδράσεις για τα παιδιά. Κάθε αναφορά στο ρόλο που διαδραματίζει το διαζύγιο στη γενικότερη ανάπτυξη του παιδιού της χωρισμένης οικογένειας γίνεται με σεβασμό στη μοναδικότητα κάθε περίπτωσης. 

Βραχυπρόθεσμες αντιδράσεις 

Αρκετοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι σχεδόν όλα τα παιδιά αναστατώνονται πολύ με τον αρχικό χωρισμό. Όταν αναθυμούνται την παιδική τους ηλικία, οι περισσότεροι ενήλικες των οποίων οι γονείς πήραν αργότερα διαζύγιο περιγράφουν την αρχική περίοδο του χωρισμού (όταν ο ένας από τους δύο γονείς φεύγει από το σπίτι) ως το πιο επώδυνο γεγονός της ζωής τους. Τα παιδιά συνήθως δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει, παρόλο που είναι πιθανό να γνωρίζουν άλλα παιδιά που έχουν περάσει από τη διαδικασία του διαζυγίου.

Συνήθως τα παιδιά στην αρχή σοκάρονται και ξαφνιάζονται από το χωρισμό, παρόλο που για τους ενήλικες είναι σαφές ότι δεν συνέβη ξαφνικά. Παρά το γεγονός ότι μπορεί να βίωσαν πολλούς καβγάδες, ένταση ή δυστυχία στο σπίτι, τα παιδιά δεν επιθυμούν το διαζύγιο. Για τα περισσότερα παιδιά δεν αποτελεί ανακούφιση και δεν το καλωσορίζουν με κανένα τρόπο, εκτός και αν έχουν υπάρξει μάρτυρες σωματικής βίας.

Κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου μετά τη διάλυση του γάμου, οι γονείς συνήθως παρατηρούν περισσότερο θυμό, φόβο, κατάθλιψη και ενοχή στα παιδιά τους. Αυτές οι μπερδεμένες αντιδράσεις συνήθως μειώνονται κατά το δεύτερο χρόνο. Ωστόσο, για να κατανοήσουμε τις βραχυπρόθεσμες αντιδράσεις των παιδιών, πρέπει να εξετάσουμε τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο το διαζύγιο επηρεάζει τα παιδιά στις διάφορες ηλικίες, καθώς και το πώς ποικίλλει η επίδραση του διαζυγίου μεταξύ αγοριών και κοριτσιών. Κάθε παιδί αντιδρά στο διαζύγιο με τον δικό του τρόπο όχι μόνο σύμφωνα με την ηλικία του, αλλά και με την ψυχική του ωριμότητα, τον τρόπο που έγιναν οι χειρισμοί πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά το διαζύγιο, το φύλο του, και τη σχέση του με τον κάθε γονέα ξεχωριστά. Υπάρχουν παιδιά που αντιδρούν άμεσα εκφράζοντας τη στεναχώρια ή την αγωνία τους. Άλλα πάλι εκφράζονται περισσότερο επιθετικά ή βίαια. Κάποια άλλα δεν δείχνουν τίποτα (είτε γιατί το περίμεναν, είτε γιατί δεν το έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα). Εξάλλου, ο τρόπος που εκφράζουν την πικρία και θλίψη τους δεν αντιστοιχεί απαραίτητα στον τρόπο που τα βιώνουν. Για κάποια παιδιά η εμπειρία του διαζυγίου τα διαταράσσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα χρειαστούν κάποια πιο εξειδικευμένη επαγγελματική βοήθεια.

Σε γενικές γραμμές, είναι ανησυχητικό όταν οι συνηθισμένες αντιδράσεις κρατάνε για ασυνήθιστο χρόνο ή χειροτερεύουν με το πέρασμα του χρόνου. Ο κάθε γονέας γνωρίζει πολύ καλά το παιδί του και διαισθάνεται πότε μία συμπεριφορά θεωρείται φυσιολογική και πότε αποτελεί κραυγή για βοήθεια. Η επαγγελματική βοήθεια συμβάλλει όχι μόνο στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων δυσκολιών, αλλά και στην πρόληψη ώστε να μην εξελιχθούν αυτές οι δυσκολίες σε σοβαρά προβλήματα στη μετέπειτα ζωή των παιδιών.

Αντιδράσεις στα παιδιά σχολικής ηλικίας

 Η ανάπτυξη των γνωστικών ικανοτήτων των παιδιών αυτής της ηλικιακής ομάδας ευνοεί την ερμηνεία των συναισθημάτων και των συμπεριφορών του εαυτού τους και των γονέων, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως είναι σε θέση να κατανοήσουν πλήρως τα όσα συνδέονται με το χωρισμό. Η θλίψη και ο φόβος παραμένουν τα κυρίαρχα συναισθήματα, ωστόσο ο θυμός γίνεται περισσότερο έντονος και αισθητός, κυρίως στη δεύτερη σχολική ηλικία (9-12 ετών). Εκδηλώνεται προς τους γονείς, ιδιαίτερα προς αυτόν με τον οποίο ζει, συνήθως τη μητέρα. Ο απών γονέας, συνήθως ο πατέρας, είναι δυνατόν να εξιδανικευτεί και σε αυτή την περίπτωση η μητέρα κρίνεται από το παιδί υπεύθυνη για τη φυγή του. Ειδικά στην ηλικία των 7–8 ετών, ενδέχεται να εκφραστεί πολύ μεγάλη επιθυμία για τον πατέρα. Η ανάγκη αυτή είναι μεγαλύτερη για τα αγόρια και συνδέεται με θέματα ταύτισης με το ανδρικό πρότυπο, πειθαρχίας και φόβων παλινδρόμησης στη φάση του Οιδιπόδειου συμπλέγματος. Πολύ συχνά, επίσης, τα παιδιά ηλικίας 6 με 8 ετών, έχουν την τάση να πιστεύουν ότι ο γονιός που έφυγε από το σπίτι τα απέρριψε.

Άλλες χαρακτηριστικές αντιδράσεις είναι κατάθλιψη, ψυχοσωματικά προβλήματα, αίσθημα απώλειας, ντροπής και ενοχής, φόβος απόρριψης από τον απόντα γονέα, επιθετικότητα, προβλήματα στις σχέσεις με συνομηλίκους, απόσυρση, φαντασιώσεις ανασύστασης, αλλαγές στη συμπεριφορά στο σχολείο, πτώση στη σχολική επίδοση, αναζήτηση επεξηγήσεων για το διαζύγιο, καθώς και εσωτερικές συγκρούσεις για τη στάση υπέρ του ενός ή του άλλου γονέα. Τα αγόρια παρουσιάζουν περισσότερα εξωτερικευμένα προβλήματα στο σπίτι και το σχολείο, ενώ τα κορίτσια περισσότερα εσωτερικευμένα προβλήματα.

Πολλές φορές οι γονείς εμπλέκουν τα παιδιά στις διαμάχες τους και επιχειρούν να τα έχουν συμμάχους εναντίον του άλλου γονέα. Εκείνα, όμως, σε μια τέτοια διαδικασία, βιώνουν σύγχυση και συναισθηματικό διχασμό και είτε αμύνονται, παραμένοντας ουδέτερα και αφοσιωμένα στους δύο γονείς, είτε τάσσονται υπέρ του ενός γονέα, συνήθως αυτού με τον οποίο ζουν, λόγω του ότι αποτελεί πηγή στήριξης, σταθερότητας και άμυνας για την αντιμετώπιση της αβεβαιότητας. Είναι πολύ σημαντικό, ωστόσο, να αποφεύγεται η χρησιμοποίηση των παιδιών από τους γονείς, γιατί προκαλεί εσωτερικευμένα προβλήματα, ενώ ταυτόχρονα αναστέλλει και δυσχεραίνει την προσαρμογή τους στο διαζύγιο. Ενισχυτικοί παράγοντες στην προσαρμογή των παιδιών ειδικά αυτής της ηλικίας είναι η σωστή ενημέρωση από τους γονείς, ο διάλογος για το διαζύγιο και τις αιτίες του, ο περιορισμός στις διαμάχες των γονέων και η ικανότητα αυτού που έχει την επιμέλεια για ουσιαστική επικοινωνία, φροντίδα και επίβλεψη.

Μακροπρόθεσμες επιδράσεις του διαζυγίου στα παιδιά

Διάφοροι ερευνητές εξέτασαν τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις του διαζυγίου στα παιδιά πέντε με δέκα χρόνια μετά το διαζύγιο, καθώς και όταν αυτά κοντεύουν ή μόλις έχουν περάσει τα τριάντα. Το γενικό μοντέλο που αναδύεται από τη διασταύρωση διαφόρων μελετών είναι ότι ένα 25% περίπου τα πηγαίνει πολύ καλά, ένα 50% περίπου παρουσιάζει ένα μίγμα επιτυχιών και προβλημάτων και ένα 25% περίπου αντιμετωπίζει δυσκολίες και έχει σημαντικά, μόνιμα προβλήματα (σχεδόν 10% των παιδιών από ακέραιες οικογένειες έχουν παρόμοια προβλήματα). Ωστόσο, έχουν διαπιστωθεί πολλά και διαφορετικά προβλήματα σε αυτές τις μακροπρόθεσμες αντιδράσεις στο διαζύγιο.

Ορισμένοι ενήλικες παραμένουν θυμωμένοι με το γονέα που έφυγε από το σπίτι ή τον απορρίπτουν, ορισμένοι νιώθουν θλιμμένοι και λαχταρούν το γονέα που δεν συμμετείχε στη ζωή τους μετά το διαζύγιο, ενώ άλλοι παραμένουν προσκολλημένοι σε μη ρεαλιστικές, εξιδανικευμένες αναμνήσεις της οικογένειας, πριν αυτή διασπαστεί. Ορισμένοι θεωρούν ότι έχουν διαρκώς ανάγκη προσοχής και ότι στερήθηκαν την παιδική τους ηλικία. Άλλοι, ωστόσο, πιστεύουν ότι έγιναν δυνατότεροι και πιο ανθεκτικοί, ως αποτέλεσμα του διαζυγίου. Είναι κατανοητό ότι πολλά ενήλικα παιδιά διαζευγμένων γονιών εκφράζουν αυξημένες ανησυχίες σχετικά με θέματα εμπιστοσύνης, πίστης και ασφάλειας στις σχέσεις τους. Κατά μέσον όρο, αναφέρουν επίσης ότι αισθάνονται περισσότερη μοναξιά ως ενήλικες και έχουν πιο πολλές συζυγικές διαμάχες απ' ό,τι τα παιδιά των ακέραιων οικογενειών.

Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά πρακτικά; Θα πρέπει τα παιδιά να υφίστανται τις συνέπειες του διαζυγίου για όλη τους τη ζωή; Και βέβαια όχι! Το διαζύγιο δεν χρειάζεται να βλάψει τα παιδιά ή να προκαλέσει μακροχρόνια προβλήματα. Οι ίδιες ικανότητες διαπαιδαγώγησης που οδήγησαν στην καλή προσαρμογή στις ακέραιες οικογένειες οδηγούν στην καλή προσαρμογή στις οικογένειες με διαζευγμένους γονείς. Ο τρόπος με τον οποίο ανταποκρινόμαστε στο παιδί κατά τη διάρκεια του διαζυγίου και η ποιότητα της διαπαιδαγώγησης που προσφέρουμε μετά, αποτελούν τους σημαντικότερους καθοριστικούς παράγοντες για την προσαρμογή του.

Πιο συγκεκριμένα, οι πιο σημαντικοί παράγοντες που οδηγούν σε προβλήματα είναι:

  • η έκθεση σε συνεχείς εχθροπραξίες μεταξύ των γονιών, 
  • η αναποτελεσματική πειθαρχία, 
  • η απώλεια επαφής με ένα γονέα μετά το διαζύγιο, 
  • το να νιώθουν πίεση να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου και να διαλέξουν μεταξύ των γονιών και
  • το να ωθηθούν σε ρόλο ενήλικα και να τους ζητηθεί να ανταποκριθούν στις συναισθηματικές ανάγκες των γονιών τους.

Αντίθετα, τα παιδιά προσαρμόζονται καλά όταν λαμβάνουν σταθερή συναισθηματική υποστήριξη και αποτελεσματική πειθαρχία, αισθάνονται ασφαλή με τους γονείς τους και δεν εμπλέκονται σε γονικές διαμάχες. Εάν οι γονείς ακολουθήσουν τις κατευθυντήριες γραμμές διαπαιδαγώγησης, τα παιδιά θα προσαρμοστούν με επιτυχία. Δεν είναι το ίδιο το διαζύγιο που προκαλεί προβλήματα στα παιδιά, αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς ανταποκρίνονται στα παιδιά και η ποιότητα της διαπαιδαγώγησης που παρέχουν μετά.

 

Θέμα: Η πραγματικότητα των παιδιών για το διαζύγιο

Δεν βρέθηκαν σχόλια.

Νέο σχόλιο