Πως γίνεται η ανακοίνωση του διαζυγίου στα παιδιά;

Πως γίνεται η ανακοίνωση του διαζυγίου στα παιδιά;

Το να μιλήσει ένας γονιός στα παιδιά του για το χωρισμό είναι μια από τις πρώτες και πιο οδυνηρές δοκιμασίες του διαζυγίου. Για τους περισσότερους γονείς η προοπτική του να πουν στα παιδιά τους ότι πρόκειται να χωρίσουν τους γεμίζει τύψεις, ενοχές, αγωνία και τρόμο. Πολλοί γονείς αντιλαμβάνονται την ανακοίνωση αυτή ως μια παραδοχή της αποτυχίας τους απέναντι στο άτομο που πιστεύουν πως έχουν απογοητεύσει περισσότερο απ' όλα, το παιδί τους.  Από τη στιγμή που οι γονείς μαζέψουν όσο κουράγιο χρειάζεται και αποφασίσουν να πουν στα παιδιά τους πως πρόκειται να χωρίσουν, τι είναι αυτό που υποτίθεται πως πρέπει να πουν για κάτι τόσο οδυνηρό, τόσο αβέβαιο, τόσο λυπηρό, όχι μόνο για τα παιδιά, αλλά και για εκείνους τους ίδιους; Πώς οι γονείς μπορούν να πλαισιώσουν όλα αυτά τα ζητήματα που αφορούν ανθρώπους ενήλικες και ενδεχομένως κάποια ακόμη πιο περίπλοκα ζητήματα, με τρόπο τέτοιο που να είναι ειλικρινής, αλλά και κατάλληλος για να τον ακούσουν παιδιά;

Όσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό, οι γονείς θα πρέπει να παρουσιαστούν μπροστά στα παιδιά ενωμένοι, ειδικά όταν η συζήτηση φτάνει στους λόγους του χωρισμού. Αν οι γονείς δεν μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους σχετικά με το λόγο για τον οποίο χωρίζουν, πώς είναι δυνατόν να συμφωνήσουν για το τι θα πουν στα παιδιά; Και αυτό δεν είναι το μοναδικό σημείο όπου τα πράγματα μπορούν να είναι περίπλοκα. Οι γονείς μπορεί όχι μόνο να διαφωνούν σε ότι αφορά τα συναισθήματα τους, τη θλίψη που βιώνουν και τους λόγους του διαζυγίου. Μπορεί να διαφωνούν για όσα πρόκειται να συμβούν, ειδικά για το πού θα ζήσουν τα παιδιά, καθώς και για το πώς θα περνούν το χρόνο τους με καθέναν από τους γονείς.

Ο τρόπος με τον οποίο θα προσεγγιστούν τα παιδιά εξαρτάται από πολυάριθμους παράγοντες, όπως η ηλικία τους, οι συνθήκες του χωρισμού, η φάση στην οποία βρίσκεται η σχέση μεταξύ των δύο γονιών, καθώς και ζητήματα που αφορούν το μέλλον των παιδιών. Τα παιδιά θα επωφεληθούν αν οι γονείς τους πουν τα ίδια πράγματα, είναι συναισθηματικά παρόντες και τους μιλήσουν πολύ συγκεκριμένα για το πως πρόκειται να επηρεάσει τις ζωές τους ο χωρισμός και ιδιαίτερα την επαφή τους με τον καθένα τους.

Βασικές κατευθυντήριες οδηγίες στην ανακοίνωση του διαζυγίου στα παιδιά 

Έχουν αναφερθεί ορισμένες κατευθυντήριες οδηγίες ώστε οι γονείς να χειριστούν με ένα όσο το δυνατόν λιγότερο τραυματικό τρόπο μια εξαιρετικά δύσκολη εμπειρία, τόσο για εκείνους, όσο και για τα παιδιά. 

Οι γονείς είναι προτιμότερο να ανακοινώσουν το χωρισμό στα παιδιά τους μόνο όταν το έχουν αποφασίσει σίγουρα και αμετάκλητα, το έχουν σκεφτεί καλά και έχουν και σχέδιο δράσης για τα πρακτικά, αλλά πριν να έχει αποχωρήσει κανένας.

Οι γονείς πρέπει να το πουν στα παιδιά όταν αυτά είναι όλα μαζί, ώστε να μπορούν να το μοιραστούν μεταξύ τους και να στηρίξουν το ένα το άλλο.

Οι ίδιοι οι γονείς επίσης να είναι παρόντες και οι δύο.

Οι γονείς να μιλούν με το εμείς, δίνοντας την εικόνα της κοινής απόφασης, έστω κι αν δεν ήταν ακριβώς τέτοια.

Οι γονείς να εξηγήσουν με απλά λόγια ότι: «Η μαμά (ή ο μπαμπάς) και εγώ αποφασίσαμε ότι θα ήταν καλύτερα να ζήσουμε χωριστά σε αυτό το στάδιο. Σίγουρα θα είδατε και εσείς, ότι τα πράγματα μεταξύ μας δεν ήταν καλά για πολύ καιρό τώρα, ξέρουμε ότι κάναμε και σε σας κακό με τις φωνές και τους καυγάδες μας. Γι’ αυτό αποφασίσαμε ότι πρέπει να σταματήσει αυτό και έτσι πήραμε αυτή τη δύσκολη απόφαση. Εδώ και πολύ καιρό, κάναμε παρά πολλές προσπάθειες να το αποφύγουμε, αλλά δυστυχώς δεν τα καταφέραμε. Δεν φταίει ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος, δεν φταίει κανένας.»

Οι γονείς είναι χρήσιμο να απολογηθούν γι’ αυτήν την απόφαση: «Ξέρουμε ότι σας πονάει πολύ, ότι σας απογοητεύει, ότι σας προκαλεί και θυμό και έχετε απόλυτο δίκιο και απολογούμαστε». Ταυτόχρονα χρειάζεται να δίνεται έκφραση στα συναισθήματα τους και να τους δίνεται το δικαίωμα να εκφραστούν και κείνα.

Οι γονείς πρέπει να καθησυχάσουν τα παιδιά σε σχέση με την ευθύνη: «Να είσαστε σίγουροι ότι καμιά απολύτως ευθύνη δεν φέρετε εσείς για αυτή μας την απόφαση».

Οι γονείς πρέπει να εκφράσουν την παντοτινή τους αγάπη: «Ασφαλώς το ότι εμείς χωρίζουμε, δεν αλλάζει τίποτα στην αγάπη μας για σας. Θα είμαστε πάντα η μαμά και ο μπαμπάς σας και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ. Πάντα θα σας αγαπούμε και θα είμαστε δίπλα σας.»

Είναι σημαντικό οι γονείς να εξηγήσουν πρακτικά τι θα γίνει, ποιος θα φύγει, πότε, που θα μένει και πότε θα τον δουν την επόμενη φορά. Πότε θα τον βλέπουν γενικά, τι ρόλο θα έχει στην ζωή τους. Όσο πιο συχνά μπορούν να βλέπουν τον πατέρα, τόσο το καλύτερο για τα παιδιά, φτάνει να μη δημιουργεί αυτό πρόβλημα στη μητέρα, είτε πρακτικό είτε άλλου είδους. Η συζήτηση αυτή δεν τελειώνει πριν να είναι όλοι σίγουροι ότι τα παιδιά έχουν τα τηλέφωνα του πατέρα ώστε να μπορούν να επικοινωνούν μαζί του όποτε το επιθυμούν, όποτε τον πεθυμήσουν.

Οι γονείς πρέπει να είναι ανοιχτοί σε ερωτήσεις, τις οποίες να απαντούν απλά, με ειλικρίνεια αλλά χωρίς αχρείαστες λεπτομέρειες όσον αφορά τα διάφορα γιατί και σίγουρα χωρίς κατηγορίες. Επίσης, να είναι γενναιόδωροι με αγκαλιές και να είναι προετοιμασμένοι να ακούσουν οτιδήποτε, όλα τα συναισθήματα που θέλουν τα παιδιά να εκφράσουν εκείνη τη στιγμή, ή σε οποιαδήποτε άλλη.

Τέλος, καλύτερα ο πατέρας να αποχωρεί σύντομα μετά, αν όχι την ίδια μέρα. Να μην καθυστερεί και να διαιωνίζεται, δηλαδή, αυτό το οδυνηρό στάδιο.

Εξηγήσεις προσαρμοσμένες στη ηλικία των παιδιών

Πριν από την ηλικία των τριών ετών τα παιδιά δε διαθέτουν τη γνωστική ικανότητα να κατανοήσουν τι σημαίνει χωρισμός. Τα παιδιά ηλικίας κάτω των τριών ετών δεν μπορούν να αφομοιώσουν τίποτα περισσότερο από μια απλή εξήγηση, όπως «η μαμά και ο μπαμπάς πρόκειται να ζήσουν σε ξεχωριστά σπίτια». Ακόμη και αυτές οι πολύ απλές εξηγήσεις χρειάζεται να επαναλαμβάνονται τακτικά στα παιδιά αυτά. Το γεγονός ότι ένα πολύ μικρό παιδί δεν καταλαβαίνει σωστά ή ρωτά διαρκώς δεν είναι σημάδι κάποιου βαθύτερου ψυχολογικού προβλήματος. Αντίθετα, οι ερωτήσεις του απλώς δείχνουν πως το παιδί δεν καταλαβαίνει. Επίσης, τα παιδιά που είναι κάτω των τριών ετών αδυνατούν να κατανοήσουν τις συνέπειες ενός χωρισμού στη ζωή τους. Χρειάζεται να βιώσουν τις αλλαγές αυτές, ώστε να ξεκινήσουν να τις κατανοούν κιόλας.

Εξαιτίας των περιορισμένων γνωστικών και συναισθηματικών ικανοτήτων τους, τα βρέφη και τα νήπια απαιτούν ιδιαίτερα προγράμματα για να μετακινούνται από σπίτι σε σπίτι. Σε αντίθεση με τα προγράμματα που ακολουθούμε μετά μεγαλύτερα παιδιά, τα βρέφη και τα νήπια χρειάζονται μια περισσότερο σταθερή κύρια κατοικία. Επίσης, έχουν την ανάγκη μιας περισσότερο σύντομης και τακτικής επαφής με τον άλλο γονέα, ώστε να διατηρήσουν (ή να αναπτύξουν) στενή σχέση και με τους δύο γονείς τους, αλλά και ταυτόχρονα να ζουν σχετικά μικρά χρονικά διαστήματα μακριά από τον καθένα τους.

Τα λίγο μεγαλύτερα παιδιά της προσχολικής ηλικίας έχουν ανάγκη από ιδιαίτερα χειροπιαστές εξηγήσεις όσον αφορά το χωρισμό και τις συνέπειες του στη ζωή τους. Ωστόσο, τα παιδιά της ηλικίας αυτής μπορούν να αρχίσουν να καταλαβαίνουν τις εξηγήσεις που τους δίνονται, καθώς και κάποιες από τις βασικές επιπτώσεις τους. Εξαιτίας αυτού, χρειάζονται περισσότερες λεπτομέρειες, λίγες ωστόσο και τέτοιες που να περιορίζονται σε πληροφορίες που θα τα βοηθήσουν να αισθανθούν περισσότερο ασφαλή σχετικά με την επικείμενη αλλαγή. Η εξήγηση επίσης θα πρέπει να εστιάζεται στις πρακτικές αλλαγές στη ζωή του παιδιού.

Τα παιδιά σχολικής ηλικίας είναι σε θέση να κατανοήσουν την έννοια του χωρισμού και κυρίως τις επιπτώσεις που αυτός θα επιφέρει στη δική τους ζωή. Οι γονείς πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να απαντήσουν τις πολλές ερωτήσεις του παιδιού σχετικά με τα πρακτικά θέματα της καθημερινότητας τους. Είναι σημαντικό σ’ αυτή την ηλικία το παιδί να αισθανθεί σιγουριά και ασφάλεια πως οι βασικές καθημερινές ανάγκες του θα συνεχίσουν να καλύπτονται με τον ίδιο τρόπο. Τα μικρότερα παιδιά (ηλικίας 5 έως 8 ετών) μπορεί να αισθανθούν ότι οι γονείς τους «αφήνουν» τα ίδια. Μπορεί να ανησυχούν ότι θα χάσουν τον πατέρα τους (αν μένουν με την μητέρα) και να φαντασιώνονται ότι οι γονείς τους θα ξανασμίξουν. Συχνά, μάλιστα, πιστεύουν ότι τα ίδια μπορούν να «σώσουν» τον γάμο των γονιών τους, ενώ συχνά εμφανίζουν έντονη ανησυχία με ποιανού το μέρος πρέπει να ταχθούν.

Τα μεγαλύτερα παιδιά, ηλικίας 8 έως 11 ετών, μπορεί να κατηγορήσουν τον ένα γονέα για τον χωρισμό και να «συμμαχήσουν» με τον «καλό» γονιό ενάντια στον «κακό». Μπορεί να κατηγορήσουν τους γονείς τους ότι είναι κακοί και εγωιστές και να εκδηλώσουν τον θυμό τους με διάφορους τρόπους: Τα αγόρια μπορεί να τσακώνονται με συμμαθητές τους στο σχολείο ή να έχουν εκρήξεις θυμού ενάντια σε όλο τον κόσμο, ενώ τα κορίτσια μπορεί να επιδεικνύουν περισσότερο άγχος, απόσυρση και μελαγχολία. Τα παιδιά και των δύο φύλων μπορεί να αναπτύξουν και σωματικά συμπτώματα, εξαιτίας του αυξημένου στρες, όπως πόνο στο στομάχι ή πονοκέφαλο, ή και να προφασιστούν ασθένεια προκειμένου να αποφύγουν το σχολείο και να μένουν στο σπίτι. Οι γονείς πρέπει να διαβεβαιώσουν τα παιδιά ότι κανένας από τους δύο γονείς δεν θα τα εγκαταλείψει και να το επαναλάβουν αρκετές φορές, μέχρι να εμπεδωθεί, ότι ο χωρισμός σας δεν έχει καμία σχέση με αυτά. Οι γονείς δεν πρέπει να κατηγορούν ο ένας τον άλλο για τον χωρισμό ή να συζητούν την υπαιτιότητα του άλλου γονιού με τα παιδιά. Αντίθετα, ανεξάρτητα από την πραγματική αιτία, καλό είναι να εξηγούν στα παιδιά ο χωρισμός ήταν κοινή απόφαση. Είναι επίσης, πολύ σημαντικό να τηρείται με απόλυτη συνέπεια το πρόγραμμα που αφορά στον χρόνο που περνάει ο κάθε γονιός με τα παιδιά, καθώς τα παιδιά επιθυμούν και έχουν ανάγκη την προβλεψιμότητα και τη συνέπεια, ειδικά σε τέτοιες περιόδους αναστάτωσης και αβεβαιότητας.

Θέμα: Πως γίνεται η ανακοίνωση του διαζυγίου στα παιδιά;

Δεν βρέθηκαν σχόλια.

Νέο σχόλιο