Στηρίζοντας τα παιδιά μετά το διαζύγιο

Στηρίζοντας τα παιδιά μετά το διαζύγιο

Για πολλούς γονείς είναι δύσκολο να ξεκινήσουν συζητήσεις με τα παιδιά τους για το διαζύγιο. Ορισμένοι νιώθουν ένοχοι και δεν θέλουν να φέρουν στο προσκήνιο συζητήσεις για θέματα που έχουν σχέση με το διαζύγιο, άλλοι απλά δεν ξέρουν με ποιο τρόπο να θίξουν τα θέματα αυτά.  Το άγχος εγκατάλειψης, οι φαντασιώσεις επανασύνδεσης και η ανάληψη ευθύνης για το διαζύγιο αποτελούν βαθιές ανησυχίες που επηρεάζουν την προσαρμογή των παιδιών στο διαζύγιο.

Ευτυχώς, οι ανησυχίες αυτές μπορούν να διαλυθούν με εξηγήσεις και συζητήσεις ανάμεσα στο γονέα και στο παιδί. Ωστόσο, μία και μοναδική δήλωση, που ειπώθηκε μία φορά, δεν είναι αρκετή για να καθησυχάσει ο γονέας το παιδί σχετικά με τη μονιμότητα των σχέσεων διαρκείας μεταξύ τους ή για να το πείσει ότι το διαζύγιο είναι οριστικό. Τα προβλήματα των παιδιών είναι υπερβολικά βαθιά και συναισθηματικά φορτισμένα για να επιλυθούν τόσο εύκολα. Οι γονείς πρέπει να ενθαρρυνθούν να προχωρήσουν σε πολλαπλές συζητήσεις με τα παιδιά τους για το καθένα από τα θέματα αυτά.  Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος προσέγγισης των παιδιών; Οι γονείς δεν χρειάζεται να περιμένουν να αρχίσει το παιδί τη συζήτηση. Μπορούν να αρχίσουν δίνοντας στα παιδιά τεκμηριωμένες εξηγήσεις και στη συνέχεια ωθώντας τα σε έναν αμοιβαίο διάλογο ερωτήσεων και απαντήσεων, που εκμαιεύει το πώς το παιδί αντιλαμβάνεται το διαζύγιο.

Για παράδειγμα, οι γονείς μπορούν να ζητήσουν από τα παιδιά να πουν περισσότερα για τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους σχετικά με το κάθε θέμα λέγοντας: «Ας μιλήσουμε λίγο ακόμη για το διαζύγιο. Πες μου πάλι τι πιστεύεις ότι έκανες για να προκαλέσεις το διαζύγιο». Αφού τα παιδιά παρουσιάσουν πλήρως την αντίληψη τους για τα γεγονότα, οι γονείς πρέπει να διορθώσουν πολύ πιο αποτελεσματικά τις εσφαλμένες ιδέες τους. Εάν οι γονείς κάνουν άμεσες, πρακτικές ερωτήσεις, τα παιδιά συνήθως δίνουν εκπληκτικά ειλικρινείς και αποκαλυπτικές απαντήσεις. Μοιράζονται τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους όταν έχουν ήδη διαπιστώσει ότι είναι συναισθηματικά ασφαλές να μιλούν με τους γονείς τους για το διαζύγιο. Όταν τα παιδιά δεν ανταποκρίνονται σε επανειλημμένες προσκλήσεις των γονιών τους να μιλήσουν για το διαζύγιο, συνήθως έχουν έναν καλό λόγο να πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι ασφαλές.

Η απροθυμία αυτή συνήθως απορρέει από δύο πηγές:  πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο είναι ριψοκίνδυνο και οι συγκρούσεις αφοσίωσης κάνουν την αποκάλυψη ανασφαλή. Τα παιδιά υποφέρουν από συγκρούσεις αφοσίωσης όταν νιώθουν πίεση να επιλέξουν μεταξύ των γονιών τους.

Οι γονείς που παίρνουν διαζύγιο πρέπει να δώσουν στα παιδιά την άδεια να είναι κοντά και συναισθηματικά δεμένα και με τους δύο γονείς ταυτόχρονα. Ωστόσο, στην πλειοψηφία των οικογενειών, οι γονείς δίνουν στο παιδί το μήνυμα ότι πρέπει να διαλέξει την πλευρά ενός από τους δύο γονείς, βλάπτοντας την κοντινή του σχέση με τον άλλον. Η μητέρα μπορεί με διακριτικό τρόπο, να μεταδώσει με τις εκφράσεις του προσώπου της ή τον τόνο της φωνής της ότι είναι πληγωμένη ή απογοητευμένη όταν ο γιος της εκφράζει ανυπομονησία να επισκεφθεί τον πατέρα του. Επίσης, ο πατέρας μπορεί να εκφραστεί πιο ανοιχτά. Μπορεί να πει: «Πολύ καλά, αφού σου λείπει η μητέρα σου τόσο πολύ, πήγαινε απλά να ζήσεις μαζί της! Μπορείτε να έχετε ο ένας τον άλλον, εμένα δε με αφορά!» Μερικές φορές οι γονείς εκφράζουν ανοιχτά αυτές τις συγκρούσεις αφοσίωσης στα παιδιά τους, αλλά συνήθως το κάνουν έμμεσα, χωρίς να το συνειδητοποιούν.

Οι συγκρούσεις αφοσίωσης, είτε εκφράζονται άμεσα, είτε έμμεσα, είναι σπαρακτικές για τα παιδιά, γιατί η κοντινή σχέση με ένα γονέα σημαίνει απιστία στον άλλον. Τα παιδιά θέλουν να είναι κοντά και στους δύο γονείς και αναστατώνονται όταν νιώθουν πίεση να διαλέξουν τον έναν αντί του άλλου. Όσο μεγαλύτερη είναι η πίεση στα παιδιά να επιλέξουν με ποια πλευρά είναι και να διαλέξουν ένα γονέα, τόσο μεγαλύτερη είναι η σύγκρουση τους και τόσο μικρότερη η προσαρμογή τους. Οι συγκρούσεις αφοσίωσης προκαλούν μακροχρόνια προβλήματα στα παιδιά και είναι ιδιαίτερα πιθανό να συμβούν όταν οι γονείς παραμένουν παγιδευμένοι σε διαμάχες για την απόκτηση του ελέγχου.  Είναι κατανοητό ότι οι γονείς θέλουν να είναι βέβαιοι για την αφοσίωση του παιδιού τους κατά τη διάρκεια της κρίσης της διάλυσης του γάμου. Ένας ασφαλής δεσμός αγάπης με τα παιδιά είναι ιδιαίτερα παρηγορητικός όταν οι δεσμοί με το/τη σύζυγο κόβονται. Είναι κατανοητό οι γονείς να νιώθουν πληγωμένοι ή ακόμα και απειλούμενοι μερικές φορές, από το ενδιαφέρον του παιδιού για τον άλλο γονέα, ιδιαίτερα όταν ο/η πρώην σύζυγος έχει προκαλέσει τόσο πολύ πόνο. Ωστόσο, εάν οι γονείς αντιδράσουν στα συναισθήματα αυτά, πιέζοντας με διακριτικό τρόπο τα παιδιά να επιλέξουν μεταξύ αυτών και του άλλου γονέα, τα παιδιά αντιμετωπίζουν ένα άλυτο δίλημμα. Τα πράγματα δε χρειάζεται να είναι έτσι. Οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν σε μεγάλο βαθμό τα παιδιά τους, δίνοντας τους την άμεση, λεκτική άδεια να αγαπούν και να ενδιαφέρονται και για τους δύο γονείς ταυτόχρονα.

Τα απρόθυμα παιδιά έχουν διαπιστώσει συχνά ότι οι γονείς στην πραγματικότητα δε θέλουν να ακούσουν ή δεν μπορούν να δεχτούν αυτά που έχουν να πουν. Για παράδειγμα, οι γονείς ίσως να μην είναι σε θέση να ανεχτούν τη θλίψη των παιδιών τους για το διαζύγιο ή το θυμό τους για αυτούς, επειδή χωρίζουν ή φεύγουν απ' το σπίτι. Για να προσφέρουν καθησυχαστικές εξηγήσεις, που θα βοηθήσουν πράγματι τα παιδιά, οι γονείς πρέπει να προσπαθήσουν να υιοθετήσουν μια αρκετά μη-αμυντική συμπεριφορά, ώστε να ακούσουν τις αρνητικές αντιδράσεις των παιδιών τους χωρίς να προσπαθήσουν να τα μεταπείσουν για τα συναισθήματα τους.

Τα παιδιά προσαρμόζονται καλύτερα όταν οι γονείς ανέχονται αυτές τις επικριτικές αντιλήψεις ή τα πληγωμένα συναισθήματα, που όπως είναι κατανοητό, συχνά δεν επιθυμούν ν' ακούσουν. Τα παιδιά δε θα μοιραστούν περαιτέρω τις σκέψεις τους εάν ακούσουν αποπεμπτικές απαντήσεις, όπως: «Α, σταμάτα να λυπάσαι τον εαυτό σου, έχεις πολλά για τα οποία θα πρέπει να είσαι ευγνώμων». Θα θελήσουν να μοιραστούν περισσότερα εάν λάβουν επιβεβαιωτικές απαντήσεις.  Ο δεύτερος λόγος που τα παιδιά διστάζουν να μιλήσουν με τους γονείς τους είναι επειδή οι συγκρούσεις αφοσίωσης κάνουν μη ασφαλή την αποκάλυψη. Στις περιπτώσεις αυτές τα παιδιά πιέζονται ανοιχτά ή συγκαλυμμένα να επιλέξουν με ποια πλευρά είναι στις γονικές συγκρούσεις.  Η σκηνοθεσία αυτών των συζητήσεων γονέα και παιδιού είναι, επίσης, σημαντική. Τα παιδιά κάνουν αυθόρμητα ερωτήσεις και σχόλια εάν νιώθουν ότι οι γονείς τους αισθάνονται άνετα συζητώντας για το διαζύγιο. 'Όταν είναι δυνατόν, οι γονείς πρέπει επίσης να ενθαρρύνουν την ελεύθερη έκφραση, διακόπτοντας άλλα πράγματα και απαντώντας στα παιδιά κάθε φορά που ξεκινούν εκείνα τη συζήτηση ή αναφέρουν θέματα που έχουν σχέση με το διαζύγιο. Όταν οι γονείς αρχίζουν συζητήσεις σχετικά με το διαζύγιο, συνήθως αυτές είναι πιο αποτελεσματικές αν γίνουν σε μια ήρεμη ώρα, όπου γονείς και παιδιά βρίσκονται κοντά ο ένας στον άλλον. Ένα τέτοιο στοργικό περιβάλλον βοηθάει τα παιδιά να εκφράσουν αυτό που ενδεχομένως τα ανησυχεί. Ωστόσο, οι γονείς δε θα πρέπει να επιμένουν σε αποκαλύψεις όταν τα παιδιά δεν επιθυμούν να μιλήσουν. Τα θέματα αυτά είναι επώδυνα και είναι προτιμότερο τα παιδιά να έχουν ένα μέρος του ελέγχου σχετικά με το πότε και το πώς θα τα διαχειριστούν.

Ανταποκρινόμενοι στη θλίψη

Τα παιδιά έχουν ανάγκη να τα βοηθήσουν οι γονείς τους, συζητώντας μαζί τους για όλες τις συνταρακτικές αλλαγές που συμβαίνουν. Όταν συζητούν με τα παιδιά τους για το χωρισμό, οι γονείς θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να ανταποκριθούν στη λύπη, στο θυμό και την ταραχή των παιδιών και να τα βοηθήσουν να χειριστούν τα συναισθήματα αυτά. Συγκεκριμένα, οι γονείς πρέπει να περιμένουν από τις συζητήσεις αυτές να ζωντανέψουν και πάλι μέσα τους και κυρίως, μέσα στα παιδιά τους, τη λύπη. 

Συναισθήματα θλίψης αναδύονται στα παιδιά καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας του διαζυγίου. Λόγω των συναισθημάτων αυτών, οι γονείς συχνά δυσκολεύονται να ζητήσουν από τα παιδιά να κάνουν ερωτήσεις ή να μιλήσουν για το διαζύγιο και να παράσχουν εξηγήσεις για να καθησυχάσουν τις ανησυχίες των παιδιών. Όταν μιλούν με τα παιδιά τους, οι γονείς μπορούν να παραδεχτούν τη δική τους θλίψη και τις τύψεις τους για το διαζύγιο. Και οι γονείς και τα παιδιά χρειάζονται να θρηνήσουν την απώλεια της οικογένειας, όπως την ήξεραν μέχρι τώρα. Η θλίψη των γονιών τους, μαζί με την πεποίθηση των γονιών τους ότι θα αντεπεξέλθουν στην κρίση με επιτυχία, δείχνει στα παιδιά ότι δεν είναι ανάγκη να φοβούνται τα συναισθήματα τους και τους δίνει την άδεια να πενθήσουν για τη δική τους απώλεια. Οι γονείς μπορεί να είναι ρεαλιστές και να παραδεχτούν μέσα τους και να πουν στα παιδιά τους ότι το διαζύγιο θα είναι δύσκολο και όλοι θα νιώθουν στενοχωρημένοι μερικές φορές. Τα συναισθήματα λύπης είναι αποδεκτά και μπορούν να τα μοιραστούν με άλλους, τα προβλήματα εμφανίζονται όταν νιώθουμε υποχρεωμένοι να προσποιούμαστε στον εαυτό μας και στους άλλους ότι στην πραγματικότητα δε νιώθουμε αυτό που πραγματικά βιώνουμε. Παρόλο που ορισμένοι γονείς δυσκολεύονται να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στα συναισθήματα θυμού των παιδιών τους, είναι η θλίψη των τελευταίων αυτή που πολλοί στοργικοί και ικανοί γονείς δεν μπορούν να ανεχτούν.

Οι γονείς που παίρνουν διαζύγιο θέλουν το παιδί τους να σταματήσει να νιώθει λυπημένο για πολλούς λόγους, όπως, να αποφύγουν τη δική τους θλίψη για το διαζύγιο, που μπορεί να τους φαίνεται συντριπτική, για να μη νιώθουν ένοχοι που έκαναν το παιδί τους να στενοχωρηθεί, ή γιατί νιώθουν ανεπαρκείς για να απαντήσουν στο παιδί τους και δεν ξέρουν πώς να το παρηγορήσουν. Γι’ αυτούς και για άλλους λόγους πολλοί γονείς δυσκολεύονται να προσεγγίσουν τη θλίψη των παιδιών τους. Το πρόβλημα αυτό γίνεται ολοένα και πιο σημαντικό με το πέρασμα του χρόνου, γιατί η θλίψη των παιδιών δεν εξαφανίζεται απλά. Για πολλά χρόνια μετά το διαζύγιο τα παιδιά εξακολουθούν να βιώνουν, μερικές φορές, συναισθήματα θλίψης για την απώλεια της αρχικής, ακέραιης οικογένειας τους. Ο τρόπος που οι γονείς ανταποκρίνονται σε αυτά τα συναισθήματα θλίψης και απώλειας αποτελεί σημαντικό παράγοντα στη διαμόρφωση της ανάπτυξης των παιδιών. Τα παιδιά προσαρμόζονται πολύ καλύτερα όταν οι γονείς τους προσφέρουν μια υποστηρικτική και επιβεβαιωτική ανταπόκριση στη θλίψη τους. Πολύ συχνά, ωστόσο, οι γονείς που παίρνουν διαζύγιο αποφεύγουν τα συναισθήματα αυτά, αρνούνται την ύπαρξη τους ή μειώνουν τη σημασία τους στο παιδί.

Βοηθώντας τα παιδιά να πενθήσουν 

Παρόλο που οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν με πολλούς τρόπους, η αποτελεσματική ανταπόκριση στη θλίψη των παιδιών τους συχνά περιλαμβάνει τα παρακάτω τρία βήματα. Πρώτον, οι γονείς θα πρέπει να αναγνωρίσουν τα συναισθήματα θλίψης και να τα προσεγγίσουν άμεσα, αντί να τα αρνηθούν ή να τα αγνοήσουν με την ελπίδα ότι θα εξαφανιστούν από μόνα τους. Όταν γίνεται με ειλικρινή τρόπο, είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό να αναγνωρίσουν απλά τη θλίψη σκύβοντας στο ύψος του παιδιού, κοιτώντας το στα μάτια, βάζοντας το χέρι τους στον ώμο του, και λέγοντας με φωνή γεμάτη κατανόηση κάτι τόσο απλό όπως: «Φαίνεσαι κάπως λυπημένος αυτήν τη στιγμή».

Δεύτερον, οι γονείς θα πρέπει επίσης, να αποδεχτούν τα συναισθήματα των παιδιών προσδίδοντας τους αξία και όχι υποτιμώντας τα ή προσπαθώντας να μεταπείσουν τα παιδιά γι' αυτά. Για παράδειγμα, οι γονείς μπορούν να επιβεβαιώσουν την εμπειρία του παιδιού λέγοντας: «Φυσικά και νιώθεις δυστυχισμένος για όλα αυτά. Δε θέλεις να χωρίσουμε, θα προτιμούσες να μέναμε μαζί. Αυτό το θέμα του διαζυγίου είναι δύσκολο και είναι λογικό να νιώθεις στενοχωρημένος αυτή τη στιγμή. Πιστεύω ότι όλοι στην οικογένεια μας νιώθουν το ίδιο, μερικές φορές τουλάχιστον, εγώ έτσι νιώθω».

Τρίτον, οι γονείς μπορούν να παρηγορήσουν τα παιδιά δείχνοντας τους ανοιχτά στοργή και έγκριση κι όχι να προσπαθούν να «διορθώσουν» τα συναισθήματα τους ή να τα πιέζουν να είναι ευτυχισμένα όταν αυτά δεν αισθάνονται έτσι. Για παράδειγμα, οι γονείς μπορούν να τα καθησυχάσουν, προσκαλώντας τα να έρθουν κοντά τους: «Έλα εδώ κοντά μου, ας καθίσουμε λίγο μαζί. Ποιο είναι το δυσκολότερο σχετικά με το διαζύγιο για σένα αυτή τη στιγμή; Μίλησε μου γι' αυτό, έτσι ώστε να καταλάβω καλύτερα». Εάν οι γονείς προσεγγίσουν τη δυστυχία του παιδιού τους με τέτοιου είδους αποδοχή και επιβεβαίωση, τα συναισθήματα θα εξελιχθούν φυσιολογικά. Το παιδί δεν θα συντριβεί από τα ίδια του τα συναισθήματα ή δε θα αναγκαστεί να νιώσει χειρότερα. Το παιδί θα αισθανθεί πιο ασφαλές και σύντομα θα αλλάξει διάθεση, θα γίνει πιο χαρούμενο.

Η ανταπόκριση στη θλίψη τους αποτελεί, επίσης, έναν από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να αρχίσει κάποιος να μιλάει με τα παιδιά για τους φόβους και τις ανησυχίες τους. Για παράδειγμα, όταν απαντήσουν στην ερώτηση ποιο πιστεύουν ότι είναι το δυσκολότερο πράγμα σχετικά με το διαζύγιο ή για ποιο λόγο ανησυχούν περισσότερο, τα παιδιά συχνά εκφράζουν φόβους μήπως εγκαταλειφθούν, μήπως χάσουν τους γονείς ή τα αδέρφια τους ή μήπως είναι υπεύθυνα για το διαζύγιο ή άλλα προβλήματα, που οι γονείς μπορούν να αντιμετωπίσουν και να επιλύσουν.  Εάν οι γονείς ανταποκριθούν στη δυστυχία του παιδιού, η θλίψη σύντομα θα εξελιχθεί φυσιολογικά, απελευθερώνοντας το παιδί ώστε αυτό να προχωρήσει σε άλλα ενδιαφέροντα και δραστηριότητες. Στην αντίθετη περίπτωση, πολλά αγόρια τελικά μετατρέπουν τη μη επιβεβαιωμένη θλίψη τους σε θυμό και προκλητική συμπεριφορά μετά το διαζύγιο, ενώ τα κορίτσια μπορεί να γίνονται ολοένα και πιο ήσυχα, υπάκουα και «τέλεια».

 

 

Θέμα: Στηρίζοντας τα παιδιά μετά το διαζύγιο

Δεν βρέθηκαν σχόλια.

Νέο σχόλιο