Κατανοώντας την αρνητική συμπεριφορά ενός παιδιού

Κατανοώντας την αρνητική συμπεριφορά ενός παιδιού

Ο όρος αρνητική συμπεριφορά αναφέρεται σε λέξεις ή πράξεις που προσβάλλουν ή θίγουν τα δικαιώματα ή την ασφάλεια των άλλων και είναι καταστροφικές και επικίνδυνες για το ίδιο το παιδί. Παραδείγματα τέτοιων συμπεριφορών μπορεί να είναι τα ψέματα, η απόδοση ευθυνών σε τρίτους, τα ξεσπάσματα θυμού, ο αρνητισμός του παιδιού να συμμορφωθεί σε κανόνες, η ανυπακοή, η αντίδραση στους κανόνες, τις παροτρύνσεις ή τις απαγορεύσεις, καθώς και η επιθετικότητα προς τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς, τους συνομήλικους, ζώα, περιουσίες κ.α. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι συμπεριφορές αυτές μπορεί να εξελιχθούν σε σοβαρότερες παθολογικές μορφές, όπως είναι η Εναντιωματική Προκλητική διαταραχή ή η Διαταραχή Διαγωγής, για αυτό και χρήζουν ειδικών χειρισμών από τους σημαντικούς ενήλικες στη ζωή των παιδιών.   

Μία συμπεριφορά θεωρείται παθολογική όταν διαταράσσει συστηματικά την ομαλή συμβίωση των μελών της οικογένειας, όταν θέτει σε κίνδυνο το ίδιο το παιδί ή την οικογένειά του ή διαταράσσει συστηματικά τη λειτουργία της σχολική τάξης και δεν φαίνεται να περιορίζεται με τους διάφορους τρόπους διαπαιδαγώγησης που εφαρμόζουν οι ενήλικοι. Η Εναντιωματική Προκλητική διαταραχή χαρακτηρίζεται από ένα επαναλαμβανόμενο πρότυπο συμπεριφοράς με αρνητισμό, προκλητικότητα, ανυπακοή και εχθρικότητα απέναντι σε ένα πρόσωπο εξουσίας. Για να τεθεί η διάγνωση, η συμπεριφορά θα πρέπει να εμφανίζεται συχνότερα από ό,τι κανονικά παρατηρείται σε άτομα ανάλογης ηλικίας και αναπτυξιακού σταδίου και να οδηγεί σε έκπτωση της ακαδημαϊκής ή κοινωνικής λειτουργικότητας. Τα συμπτώματα εμφανίζονται στο σπίτι, αλλά όχι πάντα έξω από αυτό, μιας και πρέπει το παιδί να ξέρει καλά τον ενήλικα.

Παροδική μορφή είναι πολύ συχνή στην προσχολική περίοδο. Είναι συχνότερη στα παιδιά που στην προσχολική περίοδο είχαν δύσκολο ταμπεραμέντο και υπερκινητικότητα. Στο σχολείο μπορεί να παρουσιάζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, μικρή ανοχή στη ματαίωση, συναισθηματική ευμεταβλητότητα, να βρίζουν, να καπνίζουν και να διαπληκτίζονται συχνά με τους γονείς, τους καθηγητές αλλά και τους συνομηλίκους.  Η συχνότητά της είναι μεγαλύτερη στα αγόρια πριν την εφηβεία, αλλά μετά είναι το ίδιο συχνή και με τα ίδια χαρακτηριστικά και στα κορίτσια. Η έναρξη γίνεται πριν τα 8 έτη και είναι συνήθως βαθμιαία μέσα σε μήνες. Ένα σημαντικό ποσοστό μεταπίπτει σε διαταραχή διαγωγής.

Η Διαταραχή Διαγωγής χαρακτηρίζεται από ένα επαναλαμβανόμενο και επίμονο πρότυπο συμπεριφοράς, σύμφωνα με το οποίο παραβιάζονται τα βασικά δικαιώματα των άλλων ή οι βασικοί κοινωνικοί τύποι και κανόνες. Αυτή εκφράζεται με επιθετικότητα που προκαλεί ή απειλεί φυσική βλάβη σε ανθρώπους ή ζώα, καταστροφή ιδιοκτησίας, απάτη ή κλοπή και σοβαρές παραβιάσεις κανόνων. Οι συμπεριφορές παρουσιάζονται σε διάφορα περιβάλλοντα, όπως το σπίτι, το σχολείο ή την κοινότητα. Υπάρχουν δυο υπότυποι: 

1.Τύπος παιδικής έναρξης με παρουσία τουλάχιστον μιας χαρακτηριστικής της διαταραχής συμπεριφοράς πριν τα 10 έτη. Είναι συνήθως αγόρια με επιθετικότητα προς τους άλλους και διαταραγμένες σχέσεις με τους συνομηλίκους, που αναπτύσσουν την διαταραχή πριν την ήβη. Έχει χειρότερη πρόγνωση μεταπίπτοντας σε αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας.

2.Τύπος εφηβικής έναρξης που είναι ηπιότερος, με καλύτερες σχέσεις με τους συνομηλίκους, έχει καλύτερη πρόγνωση και η σχέση αγοριών:κοριτσιών είναι πιο ισόρροπη. Τα παιδιά αυτά έχουν μικρό ενδιαφέρον για τα αισθήματα, τις προσδοκίες και την καλή κατάσταση των άλλων, δεν έχουν αισθήματα ενοχής (αν και μαθαίνουν να εκφράζουν κάποια για να μειώνουν την τιμωρία) και ερμηνεύουν πάντα τις προθέσεις των άλλων πιο επιθετικές και απειλητικές από την πραγματικότητα, δικαιολογώντας έτσι την δική τους επιθετικότητα. Παρουσιάζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, μικρή ανοχή στη ματαίωση, ευερεθιστότητα και συχνές εκρήξεις οργής. Συνοδά προβλήματα είναι η πρώιμη έναρξη σεξ συμπεριφορών, κάπνισμα, χρήση ουσιών και αλκοόλ και η ανάληψη επικίνδυνων πράξεων. Έχουν προβλήματα στο σχολείο, τη δουλειά τους, αλλά και με το νόμο. 

Τι μπορώ να κάνω;

Για να μπορέσουν οι ενήλικες, γονείς και εκπαιδευτικοί, να λύσουν τα προβλήματα αυτά και να βοηθήσουν τα παιδιά να μάθουν νέους και αποδοτικότερους τρόπους συμπεριφοράς, ένα βοηθητικό πρώτο βήμα θα ήταν να καταλάβουν γιατί τα παιδιά φέρονται με το συγκεκριμένο τρόπο. Οι ενήλικες είναι σημαντικό να μπορούν να κατανοούν τα παιδιά. Αν ο γονέας ή ο εκπαιδευτικός δεν κατανοήσει τα κίνητρα του παιδιού, δεν θα μπορέσει να το βοηθήσει να αλλάξει. Θα ήταν χρήσιμο αν μπορούσαμε  να δούμε το παιδί ως ένα κοινωνικό πλάσμα που επιθυμεί να βρει τη θέση του στο σπίτι, στο σχολείο και στον κόσμο. Το παιδί μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά μόνο όταν νιώθει ότι έχει γίνει αποδεκτό από την ομάδα, σαν άξιο μέλος της. Αν το παιδί συμπεριφέρεται άσχημα, αυτό σημαίνει ότι έχει αναπτύξει εσφαλμένες ιδέες για τον τρόπο που πρέπει να ανήκει και να γίνεται αποδεκτό από τους άλλους.

Τα παιδιά που συμπεριφέρονται άσχημα έχουν συνήθως κάποιο λόγο που το κάνουν. Τις περισσότερες φορές, τα παιδιά που φέρονται αρνητικά είναι αποθαρρυμένα. Δεν πιστεύουν ότι μπορούν να ανήκουν με θετικό και χρήσιμο τρόπο, για αυτό και επιδιώκουν να ανήκουν με αρνητικούς τρόπους. Η ανάγκη μας να κερδίσουμε την προσοχή των άλλων φαίνεται να είναι γενικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Τα παιδιά έχουν ανάγκη την προσοχή και την αναγνώριση, ιδιαίτερα από άτομα που παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή τους, όπως είναι οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς. Η προσπάθεια κατανόησης των κινήτρων της αρνητικής συμπεριφοράς του παιδιού και του σκοπού της μπορεί να βοηθήσει τον ενήλικο να λειτουργήσει εναλλακτικά, προς την κατεύθυνση της αλλαγής της συμπεριφοράς του παιδιού, με έναν τρόπο νέο, διαφορετικό,  που δεν περιμένει το παιδί. Με έναν τρόπο περισσότερο αποδοχής παρά απόρριψης. 

Σκοποί της αρνητικής συμπεριφοράς 

Ο Rudolf Dreikurs ταξινόμησε την αρνητική συμπεριφορά των παιδιών σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες που τις ονόμασε σκοπούς, με την έννοια ότι η αρνητική συμπεριφορά αποβλέπει σε κάτι συγκεκριμένο.

Οι σκοποί αυτοί αφορούν τα εξής: άτοπη προσοχή, αγώνας υπεροχής, εκδίκηση και επίδειξη ανικανότητας. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι τα παιδιά δεν ακολουθούν τη σειρά αυτή στους σκοπούς της αρνητικής συμπεριφοράς (άτοπη προσοχή - αγώνας υπεροχής – εκδίκηση - επίδειξη ανικανότητας), αλλά επιλέγουν τους σκοπούς τους σύμφωνα με τις δικές τους αντιλήψεις.

Για παράδειγμα, ένα παθητικό παιδί που θέλει να τραβήξει την προσοχή με παθητικό τρόπο ίσως περάσει αμέσως στην επίδειξη ανικανότητας, εφόσον θα θεωρήσει την υπερπροστατευτικότητα των γονιών του σαν μια απόδειξη για την έλλειψη εμπιστοσύνης τους σε αυτό. Γενικά, για τους σκοπούς αρνητικής συμπεριφοράς δεν υπάρχουν καθορισμένοι κανόνες σχετικά με την επιλογή του από το παιδί ή για τα μέσα με τα οποία μπορεί να τον επιτύχει. Μπορεί ο σκοπός του παιδιού να διαφοροποιείται μερικές φορές ανάλογα με τις περιστάσεις. Έτσι, μπορεί να ενεργεί τη μια φορά με σκοπό να προσελκύσει την προσοχή και να αποδεικνύει τη δύναμή του και την άλλη να επιδιώκει να εκδικηθεί. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιεί διαφορετικούς τρόπους συμπεριφοράς, για να επιτύχει τον ίδιο σκοπό και μπορεί, αντίθετα, η ίδια συμπεριφορά να εξυπηρετεί διαφορετικούς σκοπούς.

Αν και αρχικά οι σκοποί αυτοί μπορεί να φανούν κάπως περίπλοκοι, υπάρχουν δύο τεχνικές που θα μπορούσαν να διευκολύνουν τον ενήλικο στην κατανόηση του σκοπού της αρνητικής συμπεριφοράς του παιδιού:

Το να παρατηρεί την δική του αντίδραση στη συμπεριφορά του παιδιού, δηλαδή τα δικά του συναισθήματα μπορούν να αποκαλύψουν τους σκοπούς του παιδιού (π.χ. ενόχληση, ήττα, απελπισία κ.ά.).

Το να παρατηρεί την αντίδραση του παιδιού στις προσπάθειες που κάνει για να το διορθώσει. Η αντίδραση του παιδιού στη δική του συμπεριφορά θα δώσει στον ενήλικο την ένδειξη για το τι μπορεί να επιδιώκει το παιδί. Η παρατήρηση των αποτελεσμάτων της αρνητικής συμπεριφοράς, και όχι τόσο η ίδια η αρνητική συμπεριφορά, μπορεί να αποκαλύψει το σκοπό της.  Οποιονδήποτε από τους τέσσερις αυτούς σκοπούς και αν υιοθετήσει το παιδί για να αντιδράσει, είναι σημαντικό και βοηθητικό, στην προσπάθεια μείωσης της ενίσχυσης της αρνητικής συμπεριφοράς και αλλαγής της, να έχουμε υπόψη μας ότι η συμπεριφορά του παιδιού βασίζεται κυρίως στην πεποίθηση ότι μόνο με τον τρόπο αυτό αποκτά αξία.

Άτοπη προσοχή

Όλα τα παιδιά θέλουν να τραβήξουν την προσοχή. Τα ίδια προτιμούν να τραβήξουν την προσοχή  με θετικό τρόπο, αν όμως δεν το πετύχουν, επιδιώκουν με αρνητικό τρόπο. Η άτοπη προσοχή εκδηλώνεται από το παιδί με μικρό-αταξίες, φασαρία ή φλυαρία, υπερκινητικότητα ή γενικότερα μια ενεργητικότητα υπερβολικού βαθμού, καθώς και επίδειξη στους συνομηλίκους, που σταματάει, όμως, για λίγο, αν του ζητηθεί. Η συμπεριφορά του παιδιού ζητά από τους άλλους να το προσέξουν και να ασχοληθούν μαζί του.

Το παιδί βλέποντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αποκτήσει αξία με τη βοήθεια της δημιουργικής συνεισφοράς του, θα επιδιώξει να γίνει αποδεκτό με ό,τι μπορεί να αποσπάσει από τους άλλους: στοργή, εκνευρισμό, ενδιαφέρον. Δεδομένου ότι τίποτε από αυτά δεν αυξάνει την αυτοπεποίθηση του παιδιού και την πίστη στη δύναμή του, επιδιώκει συνεχώς να αποσπά νέες αποδείξεις, γιατί διαφορετικά αισθάνεται χαμένο και παραμελημένο. Προτιμά να το τιμωρούν, παρά να το αγνοούν. Όταν το αγνοούν, νιώθει χαμένο και ότι δεν έχει πια θέση στην ομάδα. Αν ο σκοπός ήταν να επισύρει την άτοπη προσοχή, θα παρατηρήσουμε τις συνέπειες της αρνητικής συμπεριφοράς. Αν απλώς νιώθουμε ενοχλημένοι και επιχειρούμε να διορθώσουμε την αρνητική συμπεριφορά υπενθυμίζοντας συνέχεια το σωστό και καλοπιάνοντάς το, το παιδί πέτυχε να προκαλέσει την προσοχή που επιδίωκε. Προσωρινή διακοπή αρνητικής συμπεριφοράς με την επίτευξη του στόχου του - επανάληψη ίδιας πράξης για τον ίδιο σκοπό.

Για να βοηθήσουμε τα παιδιά που επιδιώκουν να τραβήξουν την άτοπη προσοχή, πρέπει να αλλάξουμε την αντίδρασή μας, ώστε να τους δείξουμε ότι μπορούν να πετύχουν αυτή την προσοχή και να αποκτήσουν σημασία με τη χρήσιμη συμβολή τους παρά με τις αρνητικές απαιτήσεις για προσοχή ή εξυπηρέτηση. Πρέπει να συγκεντρώσουμε τη προσοχή μας στη θετική τους συμπεριφορά. Όσο για την αρνητική, θα πρέπει να την αγνοήσουμε. Ο κατάλληλος τρόπος για να δώσουμε την προσοχή μας σε κάτι θετικό είναι να την δώσουμε όταν το παιδί δεν το περιμένει. Έτσι τονίζεται περισσότερο η αρχή της ανάγκης να προσφέρουν στο σύνολο αντί να παίρνουν μόνο από αυτό.

Αγώνας Υπεροχής

Ο αγώνας υπεροχής εκδηλώνεται με επιθετικότητα - εχθρότητα, πρόκληση, αντίσταση, αγώνα, ανυπακοή, ψέμα, διάθεση να είναι το αφεντικό. Το παιδί θα εξακολουθήσει να δείχνει ότι δεν θα συνεργαστεί, ακόμα και όταν το διορθώνουν. Τα παιδιά που επιδιώκουν την υπεροχή νιώθουν ότι αξίζουν μόνο όταν είναι αφεντικά, όταν υπερέχουν. Επιδιώκουν να κάνουν μόνο ότι θέλουν εκείνα. Σκέφτονται: «Κανένας δε μπορεί να με υποχρεώσει να κάνω κάτι» ή «Πρέπει να γίνει αυτό που θέλω εγώ». Έτσι, προσπαθούν να αποδείξουν ότι μπορούν να ελέγχουν την κατάσταση και αρνούνται να συνεργαστούν, κάνοντας μόνο ό,τι θέλουν εκείνα. Μερικά παιδιά, που έχουν εμπλακεί στον αγώνα υπεροχής, κάνουν μεν αυτό που τα διατάζουν να κάνουν, όχι όμως με τον τρόπο που το θέλουν οι γονείς. Αυτό έχει ονομαστεί «προκλητική συμμόρφωση».

Ο ενήλικας γονέας ή εκπαιδευτικός μπορεί να αισθάνεται απογοητευμένος ή/και ηττημένος. Συνήθως προσπαθεί να σταματήσει το παιδί να ζητά επίμονα τις υπηρεσίες και την προσοχή του. Το παιδί αρνείται όσα οι άλλοι υποθέτουν ότι πρέπει να κάνει. Κάθε ενήλικος που αφήνεται να παρασυρθεί στον αγώνα με το παιδί για την κατάκτηση δύναμης είναι συνήθως χαμένος. Το παιδί τις περισσότερες φορές θα νικήσει, εκτός από ελάχιστα σύντομα επεισόδια που κατορθώνει ο γονέας ή ο εκπαιδευτικός να υπερισχύσει. Όταν υπάρξει σύγκρουση δυνάμεων, οι σχέσεις μεταξύ παιδιού και ενηλίκου δεν μπορεί παρά να χειροτερέψουν περισσότερο και το παιδί να φθάσει στον επόμενο σκοπό, αυτό της αντεκδίκησης. Όταν αντιμετωπίζουμε παιδιά που επιδιώκουν την υπεροχή, πρέπει να αποφεύγουμε το θυμό και να αποχωρούμε από το πεδίο της μάχης. Η χρήση βίας, για να αντιμετωπίσουμε την προσπάθεια υπεροχής των παιδιών το μόνο που πετυχαίνει είναι να τα εντυπωσιάζει σχετικά με την αξία της δύναμης και να αυξάνει την επιθυμία τους να αποκτήσουν ακόμα μεγαλύτερη δύναμη. Είναι χρήσιμο ο ενήλικας να επιλέξει μια φιλική συμπεριφορά, με σκοπό τη δημιουργία κλίματος ισοτιμίας και την κατεύθυνση των προσπαθειών του παιδιού σε πιο θετικό δρόμο. 

Εκδίκηση 

Ο σκοπός της εκδίκησης εκδηλώνεται με συμπεριφορά που πληγώνει, με βία, κλοπές ή καταστροφές και συνήθως το παιδί θίγεται όταν του κάνουν παρατήρηση. Το παιδί, που σκοπός του είναι η εκδίκηση, ψάχνει να βρει τη θέση του με το να γίνεται σκληρό και αντιπαθητικό. Αυτό που ζητά είναι να θεωρείται ο χειρότερος, ο πιο αντιπαθητικός. Απολαμβάνει τον αμοιβαίο ανταγωνισμό και νιώθει ευχάριστα όταν οι άλλοι πληγώνονται από αυτόν. Για τα παιδιά που νιώθουν εξαιρετικά περιθωριοποιημένα, που έχουν χάσει την πίστη τους στην κοινωνία και τον εαυτό τους, η προσπάθειά τους να έχουν κάποια αξία δεν περιορίζεται στην απόσπαση της προσοχής ή στην επίδειξη δύναμης. Ο μόνος ρόλος τον οποίο νιώθει ένα τέτοιο παιδί ικανό να παίζει, είναι να ανταποδίδει ακριβώς τα ίδια σε όσους το πλήγωσαν.  Οι γονείς ή οι δάσκαλοι του παιδιού που επιδιώκει την εκδίκηση νιώθουν πληγωμένοι και θέλουν να ανταποδώσουν τον πόνο. Το παιδί αντιδρά στη δική τους αντεπίθεση ζητώντας παραπέρα εκδίκηση, είτε ενισχύοντας την αρνητική συμπεριφορά ή διαλέγοντας άλλο όπλο. Οι ενήλικές πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η εκδικητική συμπεριφορά του παιδιού τους προέρχεται από αποθάρρυνση και ότι δεν είναι απαραίτητο οι γονείς ή ο δάσκαλος να είναι η «αιτία» αυτής της συμπεριφοράς. Για να αρχίσουν να βοηθούν το εκδικητικό παιδί, οι ενήλικες πρέπει να προσέξουν να μην ανταποδώσουν τα χτυπήματα και να αποφύγουν τις διαμάχες. Όσο δύσκολο κι αν θα είναι αυτό, στόχος είναι να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τη σχέση τους με το παιδί, παραμένοντας ήρεμοι και δείχνοντας καλή θέληση.

Επίδειξη Ανικανότητας

Τα παιδιά που επιδεικνύουν ανικανότητα ή αδεξιότητα είναι υπερβολικά αποθαρρημένα. Η επίδειξη ανικανότητας μπορεί να εκδηλωθεί, για παράδειγμα, μέσω της ονειροπόλησης, του σκασιαρχείου και γενικότερα της αδιαφορίας. Το παιδί που έχει αυτό το σκοπό έχει αναπτύξει μια στάση απέναντι στη ζωή που αποτρέπει τους άλλους από το να περιμένουν οτιδήποτε από μέρους του. Είναι βαθιά αποθαρρυμένο, δεν έχει εμπιστοσύνη στις ικανότητες και δυνατότητές του και προσπαθεί να αποφύγει να ικανοποιήσει οποιαδήποτε προσδοκία των άλλων, σχετικά με αυτά που μπορεί να κάνει. Επιδιώκει να του πουν ότι είναι ανίκανο. Κρύβεται πίσω από την επίδειξη πραγματικής ή φανταστικής κατωτερότητας που δικαιολογεί την απομόνωσή του.

Αποφεύγοντας τη συμμετοχή και τη συμβολή του, πιστεύει ότι μπορεί να αποφύγει τις περισσότερο ταπεινωτικές και δυσάρεστες καταστάσεις. Οι γονείς θα καταλάβουν ότι ένα παιδί επιδιώκει αυτό το σκοπό, αν και αυτοί επίσης νιώθουν απελπισμένοι και θέλουν να παραιτηθούν. Το παιδί αντιδρά παθητικά ή δεν αντιδρά καθόλου σε οτιδήποτε κάνουν οι γονείς. Δεν κάνει καμία προσπάθεια να βελτιωθεί. Για να βοηθήσουν ένα παιδί που νιώθει ανίκανο, οι γονείς ή οι εκπαιδευτικοί χρειάζεται να παραμερίσουν κάθε είδους κριτική και αντί για αυτό να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στα θετικά σημεία του παιδιού. Είναι ανάγκη να ενθαρρύνουν κάθε προσπάθειά για βελτίωση, όσο μικρή και αν φαίνεται.

Οι γονείς πρέπει να μάθουν σ’ αυτά τα παιδιά ότι ένα λάθος δίνει πάντα την ευκαιρία να ξαναδοκιμάσουν. Δυστυχώς, οι γονείς αυτοί συχνά μεγαλοποιούν τις ατέλειες τόσο πολύ, ώστε να επηρεάσουν τα παιδιά τους σε τέτοιο βαθμό που να χάνουν κάθε ελπίδα ότι θα καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής.  

Θέμα: Κατανοώντας την αρνητική συμπεριφορά ενός παιδιού

ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Solar Toys | 2018-09-23

Η αντιμετώπιση των αρνητικών συμπεριφορών των παιδιών απαιτεί την κατανόησή τους, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία του παιδιού και τη φάση ανάπτυξής του, καθώς και την υιοθέτηση σωστών τακτικών από τους γονείς.
Από την ηλικία των 2 ετών και μετά, το παιδί αισθάνεται την ανάγκη να δοκιμάσει τα όριά του και να παίρνει περισσότερες πρωτοβουλίες & αποφάσεις, ενώ από την άλλη δεν είναι ακόμα σε θέση να ελέγχει την απογοήτευση και τα συναισθήματά του. Η χρήση, λοιπόν, απειλών, φωνών, τιμωριών και αυταρχικών συμπεριφορών από τους γονείς απλώς χειροτερεύει την κατάσταση. Από την άλλη πλευρά, η υπερβολικά μεγάλη ανοχή από τους γονείς τέτοιων συμπεριφορών οδηγεί σε καταστάσεις ανυπακοής και χειριστικότητας από το παιδί. Η λύση στο πρόβλημα είναι η εφαρμογή θετικής πειθαρχίας, με στόχο το παιδί να κάνει τις σωστές επιλογές. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, το παιδί θα πρέπει να αναπτύξει αυτοπεποίθηση που να βασίζεται στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του, στην ανάπτυξη του συναισθήματος της αυτονομίας και στην απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων. Αυτό απαιτεί τη χρήση από τους γονείς κατάλληλων μεθόδων που θα σέβονται το παιδί, όπως καλοσύνη, σταθερότητα, επικέντρωση στις λύσεις και όχι στην τιμωρία, ενθάρρυνση, καθορισμό λογικών ορίων κ.λπ.

Νέο σχόλιο