Τα στάδια της ψυχοκινητικής ανάπτυξης

Τα στάδια της ψυχοκινητικής ανάπτυξης

Κατά τη σχολική ηλικία πραγματοποιούνται σημαντικές μεταβολές στον τομέα της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού. Καταρχήν μεταβάλλεται το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο δρα και αλληλεπιδρά το παιδί. Έπειτα, αλλάζει η ψυχοδυναμική του παιδιού, τα κίνητρα και οι αναπτυξιακές επιδιώξεις του. H περίοδος από το 6ο έως το 12ο έτος ονομάζεται, σύμφωνα με τα στάδια ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του Sigmund Freud, λανθάνουσα περίοδος, γιατί το παιδί στη φάση αυτή δεν βρίσκεται κάτω από την έντονη επίδραση των ενστικτωδών του ενορμήσεων, ενώ η ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη είναι πιο ήρεμη σε σχέση με τις προηγούμενες ή τις επόμενες περιόδους.   

Σύμφωνα με τον Freud, το άτομο διανύει μια σειρά από στάδια, με στόχο την ικανοποίηση βιολογικών κυρίως ορμών, και ιδιαίτερα της ορμής για ηδονή (libido). Όλη η πορεία της ζωής του ατόμου είναι μια προσπάθεια να βρει αποδεκτούς τρόπους να ικανοποιήσει την libido του, συνεχώς προσπαθεί να εξισορροπήσει τις εσωτερικές παρορμήσεις και τις απαιτήσεις της κοινωνικής πραγματικότητας. Φυσιολογική είναι η ανάπτυξη της προσωπικότητας όταν σε κάθε στάδιο το άτομο κατορθώνει να εξασφαλίζει επαρκή ικανοποίηση της βιολογικής ορμής, χωρίς να συγκρούεται με τον κοινωνικό περίγυρο.

Συγκεκριμένα τα στάδια κατά Freud είναι τα ακόλουθα:

Στοματικό στάδιο (1ο έτος ηλικίας): Κύρια πηγή ευχαρίστησης ο θηλασμός, η απομύζηση. Κατά την ενήλικη ζωή παρατηρούνται ίχνη της στοματικής φάσης στο μάσημα της τσίχλας, στο φαγητό, το κάπνισμα και το φιλί. Στο στάδιο αυτό παρουσιάζεται η μεγαλύτερη εξάρτηση, το παιδί είναι παθητικό και δεκτικό. Η καθήλωση σε αυτό το στάδιο κάνει το άτομο να αναπτύσσει ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, να ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του και να μην αποδέχεται τον άλλο ως ξεχωριστή οντότητα. Οι άλλοι αναγνωρίζονται μόνο ως προς το τι μπορούν να δώσουν. Υπάρχουν υπερβολικές απαιτήσεις που εκφράζονται άλλοτε σεμνά και άλλοτε ικετευτικά ή επιθετικά.

Πρωκτικό στάδιο (2ο και 3ο έτος ηλικίας): Το παιδί πρέπει να αποκτήσει τον έλεγχο των σφιγκτήρων (ενούρηση, εγκόπρηση) και ο πρωκτός αποτελεί την εστία της ψυχικής έντασης και ικανοποίησης. Στο στάδιο αυτό κυριαρχεί η τάση για αυτονομία και ο αρνητισμός. Η αποβολή των περιττωμάτων θεωρείται ότι φέρνει ανακούφιση από την ένταση και ευχαρίστηση από τον ερεθισμό των βλεννογόνων μεμβρανών σε αυτήν την περιοχή. Η ηδονή που σχετίζεται με αυτήν την ερωτογενή ζώνη βάζει τον οργανισμό σε σύγκρουση. Υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στην αποβολή και την κατακράτηση, ανάμεσα στην ευχαρίστηση της ανακούφισης και την ευχαρίστηση της κατακράτησης, ανάμεσα στην επιθυμία για ευχαρίστηση από την κένωση και τις απαιτήσεις του εξωτερικού κόσμου για καθυστέρηση. Έτσι επέρχεται η πρώτη κρίσιμη σύγκρουση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία. Η έντονη πίεση του περιβάλλοντος σε αυτό το στάδιο για έλεγχο των σφιγκτήρων μπορεί να δημιουργήσει μια σειρά από αντιδράσεις. Το παιδί ενδέχεται να αρχίσει να εκβάλλει σκόπιμα τα περιττώματά του (διάρροια), ενδέχεται να συνδέσει αυτήν τη διαδικασία με απώλεια κάποιου σημαντικού πράγματος και έτσι είτε να οδηγηθεί σε κατάθλιψη είτε στην ενήλικη ζωή του να αναπτύξει συμπεριφορές τσιγκουνιάς ή φιλαργυρίας. Επιπλέον, ενδέχεται να συνδέσει αυτή τη διαδικασία με την προσφορά κάποιου βραβείου ή δώρου στους άλλους, και αυτό να το συνδέσει με αισθήματα δύναμης ή ελέγχου. Η καθήλωση στο στάδιο αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική αγάπη για την τάξη και την καθαριότητα, ενδιαφέρον για την οικονομία και τη φιλαργυρία καθώς και υπερβολική ισχυρογνωμοσύνη.

Το φαλλικό στάδιο (3ο ως 7ο έτος της ηλικίας): Το παιδί αποκτά επίγνωση των διαφορών στα γεννητικά όργανα μεταξύ των δύο φύλων και συνειδητοποιεί την αγάπη του προς τους γονείς. Στη φάση αυτή η αγάπη του παιδιού δεν κατευθύνεται και προς τους δύο γονείς με τον ίδιο τρόπο. Αναπτύσσεται μια βαθμιαία αυξανόμενη στοργή και προσκόλληση προς το γονέα του αντίθετου φύλου. Το αγόρι συνειδητοποιεί ότι, ενώ το ίδιο έχει πέος, το κορίτσι δεν έχει και αρχίζει να αναπτύσσει το άγχος του ευνουχισμού, φοβάται δηλαδή ότι θα χάσει το πέος του, συνήθως για διάφορους ενοχικούς και τιμωρητικούς λόγους. Ο πατέρας του γίνεται αντίζηλος στην αγάπη της μητέρας, συγχρόνως βιώνει έντονα συναισθήματα ενοχής και φόβου τιμωρίας για τις αιμομικτικές του διαθέσεις. Με τον τρόπο αυτόν οδηγείται στο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα: το πεπρωμένο κάθε αγοριού είναι να σκοτώσει στη φαντασία του τον πατέρα του και να παντρευτεί τη μητέρα του. Το άγχος ευνουχισμού μπορεί να ενισχυθεί αν ο πατέρας απειλήσει να του κόψει το πέος. Τα έντονα συναισθήματα προς τη μητέρα ενισχύονται ιδιαίτερα από τη γοητεία και τη φυσική ομορφιά της μητέρας. Το κορίτσι αρχίζει να προσκολλάται στον πατέρα του και να θεωρεί αντίζηλο τη μητέρα, έτσι οδηγείται στο σύμπλεγμα της Ηλέκτρας.

Τα αρνητικά συναισθήματα προς τη μητέρα της ενισχύονται καθώς συνειδητοποιεί πως η ίδια δεν έχει πέος και κατηγορεί τη μητέρα της για αυτό, αναπτύσσει τον φθόνο του πέους. Το κορίτσι επιλέγει τον πατέρα ως αντικείμενο αγάπης και φαντάζεται ότι το χαμένο όργανο θα επανακτηθεί αν αποκτήσει ένα παιδί από τον πατέρα της. Η σύγκρουση επιτείνεται από τη γοητεία του πατέρα. Η λύση του Οιδιπόδειου συμπλέγματος επέρχεται με την ταύτιση του παιδιού με το γονιό του ίδιου φύλου, έτσι κερδίζει το γονιό του αντίθετου φύλου καθώς ταυτίστηκε με το γονιό του ίδιου φύλου και όχι γιατί ο γονιός του ίδιου φύλου ηττήθηκε από αυτό.

Καθήλωση στο στάδιο αυτό για τους άντρες σημαίνει είμαι, αναπτύσσεται έτσι μια φαλλοκρατική συμπεριφορά, ο φόβος του ευνουχισμού οδηγεί σε υπερβολική και επιδεικτική συμπεριφορά. Για τις γυναίκες τώρα η καθήλωση στο στάδιο αυτό οδηγεί στην ανάπτυξη υστερικής συμπεριφοράς. Η ζωή εξιδανικεύεται, καθώς επίσης ο σύντροφός του και η ρομαντική αγάπη, ενώ οι άσχημες πτυχές της ζωής προκαλούν ανησυχία ακόμη και πανικό.

Το στάδιο της λανθάνουσας σεξουαλικότητας (7ο ως 11ο έτος της ηλικίας): Το άτομο στρέφεται προς τα πρόσωπα και τα πράγματα του ευρύτερου περιβάλλοντος, αποκτά ποικίλες γνώσεις και δεξιότητες και ενισχύει το Υπερεγώ (τις κοινωνικές επιταγές). Το στάδιο αυτό είναι μια περίοδος εσωτερικής γαλήνης πριν την καταιγίδα της ήβης.

Το γεννητικό στάδιο (εφηβεία): Το άτομο στρέφεται προς τα μέλη του αντίθετου φύλου για να εκφράσει την αγάπη του και να αναπαράγει απογόνους. Συναισθήματα εξάρτησης και οιδιπόδειες συγκρούσεις που δεν έχουν επιλυθεί πλήρως κατά τα προγεννητικά στάδια της ανάπτυξης επανέρχονται, ορισμένες φορές η αναστάτωση της εφηβείας αποδίδεται εν μέρει σε αυτούς τους παράγοντες. Κυριαρχεί ο σχηματισμός του Υπερεγώ, ομάδα λειτουργιών που σχετίζονται με τις ηθικές αξίες και τα ιδανικά του ατόμου, η ταυτοποίηση με τους συνομηλίκους του ίδιου φύλου, η δημιουργία ομάδων, η αναζήτηση στενού φίλου. Το παιδί έχει σαφή αντίληψη της θέσης του μέσα στην οικογένεια και της ταυτότητάς του ως αγόρι ή κορίτσι, μπορεί να επεξεργαστεί συναισθήματα αποτυχίας και να αναπτύξει την αίσθηση της φιλοπονίας αλλά και την ικανότητα κυριαρχίας πάνω σε αντικείμενα και έννοιες. Κατά τη λανθάνουσα περίοδο παρατηρείται σημαντική πρόοδος στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του παιδιού.  

Κεντρική ιδέα της ψυχαναλυτικής θεωρίας είναι ότι διακρίνονται τρία επίπεδα συνείδησης στον άνθρωπο (τοπογραφική ανάλυση προσωπικότητας):

το ασυνείδητο, 

το υποσυνείδητο,

και το συνειδητό.

Το ασυνείδητο περιλαμβάνει στοιχεία τα οποία είναι δύσκολο να έρθουν στη συνείδηση και μπορούν να φθάσουν στο συνειδητό όταν χαλαρώσει η λογοκρισία που ασκεί το Εγώ, όπως στα όνειρα, με την επίδραση διαφόρων φαρμάκων (π.χ. LSD) ή με μορφή συμπτωμάτων στις νευρώσεις. Το υποσυνείδητο περιλαμβάνει τα στοιχεία εκείνα που βρίσκονται κοντά στη συνείδηση (σκέψεις, συναισθήματα, μνήμες) και θα μπορούσαν να βγουν στην επιφάνεια, αν επιλέξουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας σε αυτά. Το συνειδητό περιλαμβάνει οτιδήποτε μπορεί να βρεθεί στη συνείδηση οποιαδήποτε στιγμή.

Αργότερα, από την τοπογραφική ανάλυση ο Freud υιοθέτησε μια δομική ανάλυση της προσωπικότητας, χωρίζοντας το όλο σύστημα στα εξής μέρη: 

1. Το Εκείνο (id), το οποίο είναι η πηγή των ενστίκτων και ορμών και αγνοεί ηθικούς φραγμούς ή την πραγματικότητα.

2. Το Εγώ (ego), που είναι το συνειδητό και λογικό μέρος του εαυτού, το οποίο χαλιναγωγεί και λογοκρίνει το Εκείνο και εξισορροπεί τις πιέσεις του με τις ηθικές επιταγές του Υπερεγώ. Η οργάνωσή του αρχίζει από τη γέννηση του ατόμου και μολονότι συνεχίζεται σε όλη τη ζωή, οι βασικές του λειτουργίες έχουν αναπτυχθεί μέχρι το τέλος των τριών χρόνων, οπότε το παιδί έχει σαφή αίσθηση του εγώ ή εαυτού του.

3. Το Υπερεγώ (superego), το οποίο είναι η ατομική ηθική συνείδηση, οι ηθικές αρχές του ατόμου και προκαλεί αισθήματα ενοχής για πράξεις που θεωρούνται κακές. Το Υπερεγώ αρχίζει να σχηματίζεται ήδη στον πρώτο χρόνο της ζωής του ατόμου, παρουσιάζει τη βασική του ανάπτυξη στην οιδιπόδεια περίοδο (3 ως 6 χρόνια) και συνεχίζοντας να αναπτύσσεται, αποκτά την τελική του διαμόρφωση στην ώριμη ηλικία.

Η αρμονική συνεργασία του Εκείνο, Εγώ και Υπερεγώ χαρακτηρίζει τη λειτουργία του καλά προσαρμοσμένου ανθρώπου. Αντίθετα, η συμπεριφορά του νευρωτικού, ψυχωτικού ή διαταραγμένου στον χαρακτήρα ή προσωπικότητα ατόμου μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της διαταραχής της δυναμικής ισορροπίας των τμημάτων αυτών της προσωπικότητας.  

Ορόσημο για τη ζωή και την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη ενός παιδιού μέσης παιδικής ηλικίας αποτελεί η είσοδός του στο δημοτικό σχολείο. Το σχολείο είναι ένας παράγοντας που επηρεάζει από πολλές πλευρές την ανάπτυξη του παιδιού. Μέσα από το σχολείο το παιδί δοκιμάζει τις ικανότητές του, κάνει φίλους και παρέες, μαθαίνει αλλά και παίζει. Το παιδί καλείται να αντιμετωπίσει τον αποχωρισμό από τους γονείς και την ασφάλεια του οικογενειακού περιβάλλοντος, να κοινωνικοποιηθεί μέσα στην τάξη, να ανταγωνιστεί και να αντιμετωπίσει τα άλλα παιδιά, αν χρειαστεί. Ταυτόχρονα του ζητούνται αποδείξεις ότι μπορεί να τα καταφέρει, να αποκτήσει γνώσεις, να γίνει καλός μαθητής, να σταθεί στο ύψος των προσδοκιών των γονέων και των δασκάλων του. Το παιδί σε αυτή την ηλικία προσδιορίζει τον εαυτό του μέσα από το περιβάλλον του, ενώ γίνεται και πιο εξωστρεφές. Το ενδιαφέρον του μετατοπίζεται από το οικογενειακό περιβάλλον στο σχολείο και στις εξωσχολικές δραστηριότητες. Ενώ μέχρι τώρα τα ενδιαφέροντα του παιδιού είχαν επίκεντρο τον εαυτό του, τώρα στρέφονται και προς τους συνομηλίκους του.

Το παιδί σε αυτή την ηλικία κατανοεί και επιδιώκει την έννοια του «μαζί» και επιθυμεί να γίνει αποδεκτό από την ομάδα. Ο δάσκαλος είναι, επίσης, ένας παράγοντας που μπορεί να βοηθήσει το παιδί τόσο στην κοινωνικοποίησή του με τα άλλα παιδιά όσο και στην εικόνα που έχει για τον εαυτό του και τις ικανότητές του. 

Εκτός από την επέκταση της προσκόλλησης σε δασκάλους και συμμαθητές, δύο είναι τα αξιοσημείωτα γεγονότα που αφορούν τις διαπροσωπικές σχέσεις στη σχολική ηλικία. Πρώτον, το παιχνίδι γίνεται περισσότερο οργανωμένο -παιχνίδι με κανόνες-, στο οποίο κάθε παιδί έχει ρόλο και συμμορφώνεται σε κανόνες που έχουν συμφωνηθεί από όλους. Το παιχνίδι με τους φίλους είναι ένα μέσο κοινωνικής διάπλασης για το παιδί. Μέσα από αυτό μαθαίνει λειτουργικούς και ηθικούς κανόνες, γίνεται πιο υπεύθυνο και ανεξάρτητο, αλλά επίσης διδάσκεται να κατανοεί αμφότερες συμπεριφορές. Πρέπει να σημειωθεί  ότι το παιχνίδι και η παρέα περιλαμβάνουν σχεδόν αποκλειστικά παιδιά του ίδιου φύλου, τουλάχιστον μέχρι περίπου το 11ο έτος, κάτι που συμφωνεί με τις στερεοτυπικές περί φύλου αντιλήψεις του παιδιού. 

Δεύτερον, οι διαπροσωπικές σχέσεις μεταβάλλονται ποσοτικά και κυρίως ποιοτικά. Ο αριθμός των παιδιών στην παρέα μειώνεται σταδιακά μέχρι το τέλος της περιόδου και οι σχέσεις γίνονται περισσότερο στενές και σταθερές. Είναι η εποχή που αρχίζουν για το παιδί οι πρώτες μόνιμες φιλίες. Τα παιδιά της σχολικής ηλικίας δεν έχουν όλα τις ίδιες δεξιότητες στις διαπροσωπικές σχέσεις. Για παράδειγμα, υπάρχουν παιδιά που απλώς συμμετέχουν στην ομάδα και κατά κανόνα ακολουθούν τους άλλους, και παιδιά που αναλαμβάνουν ηγετικό ρόλο. 

Θέμα: Τα στάδια της ψυχοκινητικής ανάπτυξης

Δεν βρέθηκαν σχόλια.

Νέο σχόλιο