Η συζήτηση στη σχολική ηλικία

Η συζήτηση στη σχολική ηλικία

Οι συζητήσεις αποτελούν ένα από τα καλύτερα πλαίσια ανάπτυξης της κριτικής και δημιουργικής σκέψης, προώθησης της αλληλεπίδρασης μεταξύ παιδιών και ενηλίκων, και εκμάθησης δεξιοτήτων, όπως η υποβολή ερωτήσεων, η διαπραγμάτευση, η χρήση επιχειρημάτων, η διατύπωση απόψεων και ιδεών με σαφήνεια, και η ακρόαση.

Είναι, όμως, σε θέση τα παιδιά να συμμετέχουν σε πραγματικές συζητήσεις; Η αλήθεια είναι ότι τα παιδιά πρέπει να εκπαιδευτούν στο να συμμετέχουν σε συζητήσεις, είτε μεταξύ τους είτε με ενήλικες. Συγκεκριμένα, πρέπει να μάθουν να λειτουργούν τόσο ως ομιλητές όσο και ως ακροατές, να ξέρουν πώς να αρχίζουν μια συζήτηση και να την ολοκληρώνουν, να συνεργάζονται και να συντονίζονται για να διατηρηθεί και να ολοκληρωθεί η συζήτηση.

Για να τα μάθουν, όμως, όλα αυτά θα πρέπει να τους δώσουμε την ευκαιρία να συμμετέχουν ισότιμα σε συζητήσεις που έχουν νόημα γι' αυτά. Εξάλλου, όσο περισσότερο αντιμετωπίζει κανείς τα παιδιά ως ισότιμους συνομιλητές, όσο μεγαλύτερη εμπιστοσύνη δείχνει στην ικανότητά τους να εκφέρουν γνώμη που θα μπορούσε να συμβάλει στην επίλυση ενός προβλήματος, τόσο επιτυχέστερα μαθαίνουν αυτά να δρουν και να αποφασίζουν. 

Η δυσκολία των παιδιών να συμμετέχουν σε συζητήσεις δεν έχει να κάνει τόσο με τις ικανότητες τους να συνομιλούν, να ανταλλάσσουν ιδέες ή να παίρνουν κοινές αποφάσεις, αλλά, κυρίως, με παράγοντες όπως οι παρακάτω:

την εμπειρία των παιδιών από την επικοινωνία με τους ενήλικες,

το ενδιαφέρον που παρουσιάζει για τα παιδιά το θέμα της συζήτησης, και

τις γνώσεις που έχουν τα παιδιά για το θέμα της συζήτησης, μιας και η ύπαρξη «ενός κοινού πλαισίου» γύρω από το οποίο θα δομηθεί η συζήτηση είναι απαραίτητη σε οποιαδήποτε ηλικία.

 

Προϋποθέσεις για εποικοδομητικές συζητήσεις 

Μια συζήτηση με ένα παιδί σχολικής ηλικίας, για να είναι πραγματικά εποικοδομητική, πρέπει να έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

οι απαντήσεις, και γενικότερα η κατάληξη της συζήτησης, δεν είναι γνωστές εκ των προτέρων ούτε στα παιδιά αλλά ούτε και στον ενήλικο,

σε μια πραγματική συζήτηση οι λέξεις που ακούγονται, συνήθως, είναι «συμφωνώ - δεν συμφωνώ» και όχι «σωστό - λάθος»,

δεν υπάρχει μία σωστή απάντηση, αλλά πολλές και διαφορετικές και

δεν γίνεται απλή παράθεση απόψεων και ιδεών, αλλά ανταλλαγή θέσεων που συνοδεύεται από τεκμηρίωση και συσχέτιση αυτών που ακούγονται.

Η υποβολή ανοιχτών ερωτήσεων είναι σίγουρα μια σημαντική προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας πραγματικής και, κυρίως, εποικοδομητικής συζήτησης με τα παιδιά. Δεν είναι όμως η μοναδική. Μια ποιοτική συζήτηση απαιτεί κι άλλες δεξιότητες, τόσο από τον ενήλικα όσο και από τα παιδιά: όσοι συμμετέχουν πρέπει να ξέρουν να ακούν, να περιμένουν τη σειρά τους, να είναι ευέλικτοι, να επιχειρηματολογούν για να υποστηρίξουν τις απόψεις τους και για να πείσουν, και, επιπλέον, να έχουν αναπτύξει βασικές επικοινωνιακές ικανότητες, όπως η αισθητηριακή αντίληψη, η κοινωνική νοημοσύνη, η ικανότητα ενσυναίσθησης και η ικανότητα γλωσσικής έκφρασης.

Επιπλέον, ο ενήλικας θα πρέπει να ξέρει να επιλέγει τα κατάλληλα θέματα, να κάνει τις κατάλληλες ερωτήσεις (π.χ. ερωτήσεις που λαμβάνουν υπόψη τις προϋπάρχουσες γνώσεις και εμπειρίες των παιδιών, που τα «προκαλούν» κ.ά.), να ξέρει το στόχο της συζήτησης για να μπορεί να την κρατάει στο θέμα, να ξέρει να τη συντονίζει για να καταλήγει σε συμπεράσματα που έχουν νόημα για τα παιδιά, να μπορεί να αξιοποιεί τις απαντήσεις των παιδιών προς όφελος της συζήτησης, και να ξέρει πότε να την εμβαθύνει ή να προχωρήσει σε άλλο θέμα. Επίσης, θα πρέπει να μπορεί να διαβάζει τη γλώσσα του σώματος, ώστε να ξέρει αν το παιδί κουράστηκε ή βαρέθηκε.

 

Βοηθώντας τα παιδιά να μάθουν να συζητούν και να κάνουν δημιουργικές ερωτήσεις 

Η δεξιότητα της συζήτησης, αλλά και της υποβολής δημιουργικών ερωτήσεων, μαθαίνεται, όπως και τόσες άλλες δεξιότητες, μέσα από την παρατήρηση υποδειγματικών μοντέλων και μέσα από δράσεις που έχουν νόημα για τα παιδιά και οργανώνονται με στόχο τη βελτίωση της συγκεκριμένης δεξιότητας, ενώ παράλληλα ενισχύεται μέσα από τον διάλογο με τον ενήλικα. Η εξάσκηση των παιδιών στην υποβολή ερωτήσεων μπορεί να γίνει πιο αποτελεσματική, αν ο ενήλικος παρέχει στα παιδιά την ευκαιρία να εξασκήσουν τη συγκεκριμένη δεξιότητα σε διάφορες «καταστάσεις» κι αν τραβάει συχνά την προσοχή των παιδιών στα οφέλη και τις δυνατότητες εφαρμογής της υποβολής ερωτήσεων στη ζωή τους (π.χ. «πού» και «γιατί» χρησιμοποιούμε τις ερωτήσεις).

 

Δημιουργώντας το κατάλληλο περιβάλλον

Το περιβάλλον μπορεί να στηρίξει την υποβολή ερωτήσεων με δυο τρόπους:

κάνοντας τα παιδιά να αισθανθούν ασφαλή να «ρισκάρουν» να διατυπώσουν ερωτήσεις και να αναζητήσουν τις απαντήσεις

και οργανώνοντας το περιβάλλον γενικότερα, έτσι ώστε να τους προσφέρει ερεθίσματα που προκαλούν ερωτήσεις και να τους δίνει την ευκαιρία για εξάσκηση μέσα σε αυθεντικές καταστάσεις.

Κανένας από τους δυο αυτούς παράγοντες δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον άλλο. Δημιουργώ και οργανώνω ένα περιβάλλον που παροτρύνει τα παιδιά να κάνουν ερωτήσεις σημαίνει ότι: 

δημιουργώ ή «σκηνοθετώ» καταστάσεις που προκαλούν έκπληξη και απορίες και, κατ' επέκταση, ερωτήσεις,

δίνω στα παιδιά ευκαιρίες για διάλογο με ανθρώπους και αντικείμενα, 

εκμεταλλεύομαι κάθε στιγμή που προσφέρεται για να φέρω τα παιδιά αντιμέτωπα με «προβλήματα» ή «δύσκολες» καταστάσεις που τα αναγκάζουν να κάνουν ερωτήσεις και να σκεφτούν για να βρουν τη λύση

και οργανώνω την καθημερινότητα έτσι, ώστε να ευνοεί το διάλογο, τη συζήτηση, τον προβληματισμό και την επίλυση προβλημάτων

 

Διευκολύνοντας την έκφραση και την ανταλλαγή απόψεων 

Ο ενήλικος μπορεί να διευκολύνει την έκφραση και την ανταλλαγή απόψεων και ιδεών μεταξύ των παιδιών με τους παρακάτω τρόπους:

Κάνοντας σαφές από την αρχή της συζήτησης και υπενθυμίζοντας κατά τη διάρκεια της, όποτε χρειάζεται, το θέμα της και το λόγο για τον οποίο γίνεται. Η πρακτική αυτή βοηθάει τα παιδιά να κρατηθούν μέσα στο θέμα και να συνειδητοποιήσουν ότι οι συζητήσεις γίνονται για κάποιον λόγο.

Κάνοντας ανοιχτές, παραγωγικές ερωτήσεις.

Παροτρύνοντας τα παιδιά να σκεφτούν εναλλακτικές λύσεις, ιδέες ή απόψεις («Αυτή είναι μια λύση. Σκέφτεσαι κάποια άλλη;»).

Υποβάλλοντας στα παιδιά συμπληρωματικές ερωτήσεις που τα παροτρύνουν να αιτιολογήσουν τις απόψεις τους και να λάβουν υπόψη τους αυτές των άλλων.

Δεχόμενος τις ιδέες και τις απόψεις των παιδιών χωρίς κριτική.

Λέγοντας την άποψή του ή δίνοντας ιδέες και πληροφορίες, όπου χρειάζεται, για να διευκολύνει τη ροή της συζήτησης, χωρίς όμως να την μονοπωλεί ή να την μετατρέπει σε διάλεξη.

Επαινώντας τα παιδιά, κατά διαστήματα, για τον τρόπο σκέψης τους και την ικανότητά τους να συμμετέχουν στη συζήτηση ( π.χ. «αυτή είναι μια καλή ιδέα/ πρόταση/ ένας πολύ καλός τρόπος για να…»).

Απαντώντας στις ερωτήσεις των παιδιών με μια ερώτηση (π.χ. «Αυτή είναι μια καλή ερώτηση. Εσύ τι λες; Γιατί νομίζεις ότι συμβαίνει αυτό;).

Κρατώντας τη συζήτηση μέσα στο θέμα. Ο αυθορμητισμός των παιδιών τα κάνει να «πετάγονται» από το ένα θέμα στο άλλο πολύ εύκολα, γεγονός που διαταράσσει τη συνοχή και τη ροή της συζήτησης, για αυτό και ο ενήλικας δεν πρέπει να διστάζει να τραβάει ξανά την προσοχή του παιδιού στο υπό συζήτηση θέμα.

Θέμα: Η συζήτηση στην σχολική ηλικία

Δεν βρέθηκαν σχόλια.

Νέο σχόλιο